Απέναντί μου έχω τη Χριστίνα Κλυκινιώτη, μια γυναίκα που είχα γνωρίσει και είχα πάρει συνέντευξη πριν δύο σχεδόν δεκαετίες. Σήμερα, έρχεται να με βρει με την έκδοση του «Νέου Κόσμου» 5/2/1996, κιτρινισμένη από το πέρασμα του χρόνου, που κρατά σαν κάτι πολύτιμο και ανοίγει στη σελίδα 7. Μου είχε μιλήσει τότε για το ότι ένιωθε διχασμένη, η ίδια, αλλά και όλα τα παιδιά των παλιννοστούντων στην Ελλάδα.
«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μπόρεσε να ριζώσει στην Αυστραλία. Ζούσε, δούλευε και ανέπνεε για την ημέρα που θα γύριζε πίσω στο χωριό. Το χωριό που είχε κλείσει μέσα του με τόση αγάπη, με τόσο πάθος και αυταπάρνηση, που τίποτε δεν στάθηκε ικανό να τον κάνει ν' αλλάξει. Ούτε τα 23 χρόνια που έζησε στην ξενιτιά.
Ξεσηκώθηκε μια ολόκληρη οικογένεια. Εγώ ήμουν 17 χρόνων, η αδελφή μου 22 και ο αδελφός μου 12, να πάμε στην Ελλάδα. Ήταν Νοέμβρης του '79.
Αυτό το πρωί που φθάσαμε στην Αθήνα θα μου μείνει αξέχαστο. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε κόλαση. Σκοτεινός ο ουρανός που θυμόμουν να λάμπει. Αφού την πρώτη φορά που γνώρισα την Ελλάδα ήταν καλοκαίρι. Τώρα οι δρόμοι γεμάτοι λάσπες και αυτοκίνητα, ο κόσμος βιαστικός και απόμακρος, με φόβισε...»
Στη συνέντευξη υπήρξε αποκαλυπτική: «Ο πατέρας μου πίστευε ότι θα ήταν για όλους καλύτερα. Δυστυχώς, όμως, η οικογένεια χωρίστηκε, οι γονείς στην επαρχία, εμείς τα παιδιά στην Αθήνα, και τελικά ο πατέρας χάνεται. Πεθαίνει το '82. Φεύγει χωρίς να χαρεί, απογοητευμένος από τον κόσμο, την αλλαγή, το γεγονός ότι η οικογένεια είχε σκορπίσει. Δεν μιλούσε, ένιωθε όμως τη δική μου τη νοσταλγία για τον τόπο που γεννήθηκα. Ήξερε ότι τα όνειρά μου κοπήκανε, το ίδιο όπως και τα δικά του...»
Γράφω πιο κάτω: «Η Χριστίνα μιλά γρήγορα, σχεδόν με κομμένη ανάσα, για τις δουλειές που άλλαξε, για την πάλη της να «ταιριάζει» σ' έναν τόπο που ένιωθε μόνιμη τουρίστρια, αφού μέχρι σήμερα είναι η «Αυστραλέζα».
Από την πάλη αυτή βγήκε νικήτρια, εμπλουτίστηκε με γνώσεις, με εμπειρίες, έμαθε τι απαιτεί η ζωή στην Ελλάδα σήμερα, τι πρέπει να κάνει κανείς για να επιπλεύσει σ' έναν τόπο που δεν είναι πια «ποιον ξέρεις, αλλά τι ξέρεις».
Οι συμβουλές της πολύτιμες για όσους λαχταρούν να ζήσουν μόνιμα στη χώρα του φωτός: «Αν ψάχνεις για καλή δουλειά, τα κριτήρια είναι πάρα πολύ αυστηρά. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, γι' αυτό και πρέπει να ξέρεις να «πουλάς» τον εαυτό σου. Να μη φοβάσαι, να έχεις αυτοπεποίθηση και, προπαντός, να μην κλαίγεσαι. Να ξέρεις ότι δεν πουλάς την τραγωδία της ζωής σου. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν έχεις ή δεν έχεις πατέρα, για παράδειγμα. Κοιτάζουν τα προσόντα σου, την προσωπικότητά σου. Αυτά μετρούν».
Αυτά είχε πει τότε, κοιτάζοντας ακόμη μ' ένα φρέσκο βλέμμα τη ζωή και πολλή αισιοδοξία το μέλλον.
Τα περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα θα εργαστεί ως ανώτερη υπάλληλος της Royal Bank of Scotland.
Για αρκετά χρόνια εξομολογείται, στη συνάντηση του '96, νιώθει διχασμένη, ανάμεσα στη χώρα που γεννήθηκε και την πατρώα γη των γονιών της. Η ιδέα ότι δεν είναι μόνη σ' αυτό το «μοίρασμα», φαίνεται να λειτουργεί καταπραϋντικά: «Tα παιδιά των παλιννοστούντων, είμαστε μόνιμα και αγιάτρευτα, διχασμένα. Όταν είμαστε στην Ελλάδα νοσταλγούμε την Αυστραλία. Την καθαριότητα, την τάξη, την οργάνωση, την ποιότητα ζωής. Όταν βρεθούμε πάλι εδώ, μας λείπει το φως της Ελλάδας, το πάθος των ανθρώπων, ο τρόπος ζωής, το ότι ο Έλληνας δεν εγκλωβίζεται. Είναι ελεύθερος.
Είναι κάτι που δεν μπορείς να κοντρολάρεις, για τον απλό λόγο ότι έχεις νιώσει δύο πατρίδες. Όσο ήμουν μικρή το άκουγα, αλλά δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Σήμερα μου έχει γίνει βίωμα. Το ίδιο και στους άλλους. Με δυο λόγια, εμείς τα αυστραλογεννημένα παιδιά, είμαστε μετανάστες στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια σχέση αγάπης και μίσους. Ίσως και αυτή να είναι η γοητεία. Ίσως αυτό να είναι που μας κρατάει εκεί. Όσους κρατάει, γιατί είναι και άλλοι που φεύγουν και παλιννοστούν στην Αυστραλία».
Τότε, η Χριστίνα είχε έλθει στην Αυστραλία για διακοπές. Μου είχε πει ότι πριν μερικά χρόνια επιχείρησε να μείνει στη Μελβούρνη, αλλά της έλειπε η οικογένεια: «Φοβόμουν ότι αργά ή γρήγορα, θα τα μάζευα και θα έφευγα. Ήταν μια δύσκολη απόφαση, πιστεύω όμως ότι απ' την πάλη αυτή, βγήκα πιο δυνατή. Τώρα αυτό που μένει, είναι να μπορέσω να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρω. Ευγνωμονώ τη μητέρα μου που μ' έκανε δυνατή...» είχε πει και είχε κλείσει σ' έναν τόνο που απέπνεε δύναμη και αποφασιστικότητα η συζήτησή μας, εν έτει 1996!
ΝΙΩΘΩ ΕΝΟΧΗ
Η πραγματικότητα, στην πορεία του χρόνου, αποδείχτηκε κάπως διαφορετική. Η Χριστίνα, όπως συμβαίνει μ' όλους τους μεγάλους έρωτες, δεν μπόρεσε να μοιραστεί τα αισθήματά της. Αγάπησε με πάθος την Ελλάδα και το 2001 αισθάνθηκε «μέχρι το μεδούλι», ότι ανήκει εκεί. Ορκίστηκε να μην την εγκαταλείψει ποτέ.
Σήμερα σπρωγμένη από συνθήκες απίστευτες, όπως χιλιάδες άλλοι, αισθάνεται ένοχη, όπως λέει, που έφυγε. «Επίορκη», κατά κάποιον τρόπο, «δεν μας άφησαν, όμως, άλλα όπλα ν' αγωνιστούμε. Αισθάνθηκα παροπλισμένη!»
«Ένα χρόνο χωρίς δουλειά, και μετά, από τη στρόφιγγα της τρόικας και των μνημονίων, η κατάργηση και αυτού ακόμη του πενιχρού επιδόματος ανεργίας των 300 ευρώ το μήνα.
Είχαν βέβαια προηγηθεί πολλά».
Με φωνή που προσπαθεί να ακούγεται σταθερή θα δώσει εικόνες που οι περισσότεροι γνωρίζουμε, η ίδια όμως τις έζησε από πρώτο χέρι.«Ήταν σαν να φύσηξε ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος, που δεν άφησε τίποτε όρθιο. Τα μαγαζιά άρχισαν ν' αδειάζουν, πολλά να κλείνουν τις πόρτες τους, ο κόσμος να μουδιάζει, να φοβάται το μαστίγωμα από έναν εχθρό αόρατο που κάθε μέρα ξυπνούσες και δεν ήξερες τι άλλο θ' ακούσεις. Τι άλλο θα συνέβαινε, που θα έβγαζε το φαγητό από το τραπέζι του Έλληνα. Που θα τον έκανε από τη μια μέρα στην άλλη άστεγο. Μιλάμε για ανθρώπους νοικοκυραίους να κοιμούνται στα παγκάκια γιατί έχασαν τη στέγη πάνω από το κεφάλι τους.
Πολλούς να ψάχνουν τους κάδους των σκουπιδιών.
Μιλάμε για μαστίγωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Καθημερινά μας βομβάρδιζαν με νέες αλλαγές, με μνημόνια που οι κυβερνήσεις υπέγραφαν αδιαμαρτύρητα.
Μας κατηγόρησαν οι μη γνωρίζοντες ότι δεν διαμαρτυρηθήκαμε. Ότι δεχτήκαμε τη μοίρα μας καθισμένοι στον καναπέ. Όχι, ο Έλληνας ποτέ δεν παρέδωσε τα όπλα. Απλώς του τα πήραν, χωρίς, όμως, να μπορέσουν να λυγίσουν τη ψυχική του δύναμη. Σ' αυτό που συμβαίνει σήμερα, να ενωθεί ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του κορμού της Ελλάδας και να γίνει μια γροθιά για να αντισταθεί στην μέχρι τώρα απάνθρωπη μεταχείρισή του, μέσω των μνημονίων, λέει πολλά. Πρόκειται για μια γροθιά στο μαχαίρι που δεν φοβάται να την προτείνει. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ακόμη κι' αν ματώσει -που υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο- είναι προτιμότερο από ό,τι ζούσαμε και ζούμε μέχρι τώρα. Αν μας πετάξουν έξω από την Ευρωζώνη, θα είναι καταστροφικό. Ο Έλληνας, όμως, έφτασε στα όριά του. Μέσα από τα ερείπια, θα βρει τον τρόπο να σηκωθεί. Σίγουρα δεν έχουν όλα τελειώσει! Σαν τον φοίνικα θα ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του».
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Η Χριστίνα, εδώ και τρεις μήνες, έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής στην Αυστραλία, στη χώρα που γεννήθηκε, αλλά 'τη νιώθει ξένη': «Η Αυστραλία είναι μια φανταστική χώρα, μια σανίδα σωτηρίας, δε χωρεί αμφιβολία γι' αυτό. Για μένα, όμως, παραμένει μια χώρα ξένη, μια χώρα που μπορεί να έχω γεννηθεί σ' αυτήν, δεν είναι όμως η πατρίδα μου. Είναι μια παγωμένη σανίδα σωτηρίας. Βλέπω τα πάρκα που έπαιζα στο Brunswick, τη Lygon St. που ήταν ο «δρόμος μου», τα σχολεία που πήγαινα και όλα μου φαίνονται τόσο ξένα.
Αισθάνομαι σαν το ψάρι έξω από το νερό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθώ να ορθοποδήσω. Να βρω μια δουλειά και να μην αφήσω ό,τι συμβαίνει σε μένα την ίδια αλλά και σ' αυτούς που άφησα πίσω μου, να με λυγίσει. Το σώμα μου είναι εδώ, αλλά η καρδιά μου στην Ελλάδα. Είναι στιγμές που νιώθω έντονα ότι από ώρα σε ώρα θα γίνει κάποιο θαύμα και θα γυρίσω εκεί. Αισθάνομαι ότι αν ξυπνήσω ένα πρωί και τα δεδομένα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει, σε χρόνο μηδέν θα βρεθώ εκεί».
Τής ζητώ να μου περιγράψει με δυο λόγια την Αυστραλία, όπως τη βλέπει η ίδια.
«Είναι μια χώρα πλούσια, άρτια οργανωμένη, δεν έχει όμως ψυχή. Δεν υπάρχει πάθος κι αυτό σε πνίγει».
Μαντεύοντας προφανώς την επόμενη ερώτησή μου, θα πει εμφατικά: «Έφυγα για να σώσω την αξιοπρέπειά μου. Αυτό είναι όλο»
είναι κορυφαία αρθρογράφος στην
εφημερίδα ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ της Μελβούρνης
Περισσότερα ΕΔΩ