Μισή ώρα πριν από την παρέλαση, στον Αγωστο Στρατιώτη. Παρακάμπτω το γελαστό τσούρμο που έχει κυκλώσει τη Ρένα Δούρου με το άσπρο της παλτό, και πάω προς τις θέσεις των επισήμων. Λογικά, ο Πάνος Καμμένος πρέπει να έχει κάνει την επιλογή καλεσμένων στην πρώτη σειρά, αλλιώς δεν εξηγείται: δίπλα στον «υπουργό Εθνικής Αμυνας» η καρέκλα γράφει «Ανεξάρτητοι Ελληνες», πιο δίπλα «Ποτάμι», μετά πάλι «υπουργός Εθνικής Αμυνας» και μετά «ΣΥΡΙΖΑ». Ενας γκριζομάλλης που ήδη κάθεται στην καρέκλα «ΣΥΡΙΖΑ» μιλάει μια γλώσσα ακατάληπτη. Πλησιάζω πιο κοντά και συνειδητοποιώ πως είναι ο Ιβάν Σαββίδης του ΠΑΟΚ! Αλλά πάλι, σε αυτές τις μουσικές, επετειακές καρέκλες όλα μπορεί να συμβούν. Ξαφνικά, μια κυρία πέφτει με δύναμη πάνω μου. Πάω να διαμαρτυρηθώ, αλλά... «τέτοια ώρα μου το λες;», την ακούω που στριγγλίζει στο κινητό της. «Πού να βρω εγώ άλλη μπάντα αντί για τη φιλαρμονική του Δήμου;».
Ευτυχώς, υπάρχουν πάντα οι μουσικοί του στρατού. Με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα, εκείνοι ξεκινούν να παίζουν, και καθώς το 1ο τζιπ έρχεται απ’ το βάθος, παρατηρώ την αναδιάταξη των επισήμων: ο Π. Καμμένος κάθεται ανάμεσα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και στον γαλάζιο «πατριάρχη» κάθε τελετουργίας, Γιάννη Τραγάκη. Στη γωνία της εξέδρας, ο Αλ. Τσίπρας έχει σχεδόν κολλημένη επάνω του τη Ζωή
Κωνσταντοπούλου. Πριν καν περάσει το 2ο τζιπ, ο Π. Καμμένος έχει σηκώσει στον αέρα ένα ξανθό κοριτσάκι, και καθώς πιέζει τον Ιερώνυμο να το ευλογήσει, απ’ το οδόστρωμα, οι φαντάροι χαιρετούν.
Η βροχή δυναμώνει, αλλά οι μπάντες παίζουν «Η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει». Οι στρατηγοί της, πάντως, δεν θέλουν και πολύ να πλευριτωθούν: για κάποιον ακατανόητο λόγο, οι αρχηγοί του στρατού, της αεροπορίας, του πεζικού και της αστυνομίας στέκουν στη μέση του πεζοδρομίου χωρίς στέγαστρο πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Εδώ και μία ώρα η βροχή τούς δέρνει αλύπητα. Καθώς οι μεγάλες τους στολές μαζεύουν το νερό σαν τα σφουγγάρια του ωκεανού, οι στρατηγοί υπομένουν το μαρτύριο της σταγόνας περιμένοντας να κόψει η βροχή ή να τελειώσει η παρέλαση – ό,τι συμβεί πρώτο.
Μπροστά τους στην άσφαλτο παρελαύνει τώρα ένας μαύρος αδέσποτος σκύλος, που τρέχει να προλάβει τα πεζοπόρα τάγματα των ειδικών δυνάμεων. Καθώς στα σκαλάκια του Συντάγματος απέναντι οι Θρακιώτες, οι Κρήτες και οι Μακεδόνες χορευτές ψάχνουν για υπόστεγο, η παρέλαση αρχίζει να θυμίζει μπαλ μασκέ. «Σιγά, παιδιά, στο μάρμαρο, γλιστράει το τσαρούχι!» Ο Καλαβρυτινός με τη φουστανέλα κάνει πατινάζ στο πεζοδρόμιο. «Πώς θα χορέψουμε δω πέρα;» ρωτάει με απόγνωση. Ενας Κρητικός από πίσω του δείχνει τις λευκές του μπότες. «Αν δεν μπορείς, θα χορέψω εγώ για σένα, φιλαράκο» λέει, και εισπράττει ένα θανατηφόρο καλαβρυτινό βλέμμα. Πίσω του, μια Θρακιώτισσα έχει περιθάλψει κάτω απ’ την ομπρέλα της ένα βρακοφόρο, και οι δεσμοί της ελληνικής επαρχίας μοιάζουν πιο δυνατοί από ποτέ.
Βλέπετε, για να κάθεσαι τόση ώρα υπό βροχή στο Σύνταγμα, κάποιο κίνητρο πρέπει να έχεις. Οπως ο κυριούλης που βλέπει όλη την παρέλαση περιμένοντας να ξεμοναχιάσει τον Πάνο Καμμένο για να του πει: «Την Κυριακή πετούσαν ψεκαστικά πάνω απ’ το Πεντάγωνο, το ξέρετε;». Οπως ο κοντός ανθρωπάκος που κυνηγά μέσα στο πλήθος τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, φωνάζοντάς της «εεε, κυρία Διαμαντοπούλου!». Ή όπως οι μπάντες των ενόπλων δυνάμεων, που προς μεγάλη δυστυχία των μελών τους, πρέπει τώρα που τέλειωσε η παρέλαση να υποδυθούν το λαϊκό συγκρότημα.
Ο μαέστρος της αεροπορίας κοιτά τους μουσικούς περίλυπος. «Καραγκούνα;» ρωτάει ξέπνοα. «Καραγκούνα!» του απαντά ο τρομπετίστας. Το νερό πέφτει και λιώνει τις νότες στο μικρό του αναλόγιο, αλλά ο τρομπετίστας ξεκινά. Και το πανηγύρι αρχίζει.
Η Ρ. Δούρου και ο Γ. Καραμέρος στέκουν αμήχανοι στο οδόστρωμα και βλέπουν τους Καλαβρυτινούς χορευτές να στριφογυρνούν, ενώ η βροχή τα κάνει όλα να μοιάζουν με θεατρικό του Ιονέσκο. Στην υπηρεσία του σουρεαλισμού, ένας τσολιάς έχει ανέβει στην εξέδρα του Προέδρου της Δημοκρατίας και τυλίγει τη δερμάτινη πολυθρόνα με σελοφάν. Πάνω στα δέκα λεπτά κεφιού, οι τρεις μπάντες του στρατού σημαίνουν σιωπητήριο, κάνουν μεταβολή στην Οθωνος και χάνονται στη βροχή. Κι έτσι, οι χορευτές απ’ τη Μακεδονία, που δεν έχουν φέρει οργανοπαίκτες, χορεύουν τώρα χωρίς μουσική! «Μα τι χορός είναι αυτός;» ρωτάει τον πρώτο στη σειρά μια κυρία. «Ο,τι μας βαρούν παίζουμε!» απαντά εκείνος. Οπότε, ποιος μπορεί να ψέξει τους χορευτές που δέκα λεπτά μετά εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια; Στον δρόμο προς την Αμαλίας, ένας οργανοπαίκτης με προσπερνά, με το κλαρίνο στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Κυνηγά μια καραγκούνα – «πού πας;» της φωνάζει. «Δύο φωτογραφίες να βγάλω, και φύγαμε!» λέει εκείνη. Και τρέχει στη βροχή χαρούμενη, προς τον Αγνωστο Στρατιώτη.
KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.gr
Ευτυχώς, υπάρχουν πάντα οι μουσικοί του στρατού. Με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα, εκείνοι ξεκινούν να παίζουν, και καθώς το 1ο τζιπ έρχεται απ’ το βάθος, παρατηρώ την αναδιάταξη των επισήμων: ο Π. Καμμένος κάθεται ανάμεσα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και στον γαλάζιο «πατριάρχη» κάθε τελετουργίας, Γιάννη Τραγάκη. Στη γωνία της εξέδρας, ο Αλ. Τσίπρας έχει σχεδόν κολλημένη επάνω του τη Ζωή
Κωνσταντοπούλου. Πριν καν περάσει το 2ο τζιπ, ο Π. Καμμένος έχει σηκώσει στον αέρα ένα ξανθό κοριτσάκι, και καθώς πιέζει τον Ιερώνυμο να το ευλογήσει, απ’ το οδόστρωμα, οι φαντάροι χαιρετούν.
Η βροχή δυναμώνει, αλλά οι μπάντες παίζουν «Η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει». Οι στρατηγοί της, πάντως, δεν θέλουν και πολύ να πλευριτωθούν: για κάποιον ακατανόητο λόγο, οι αρχηγοί του στρατού, της αεροπορίας, του πεζικού και της αστυνομίας στέκουν στη μέση του πεζοδρομίου χωρίς στέγαστρο πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Εδώ και μία ώρα η βροχή τούς δέρνει αλύπητα. Καθώς οι μεγάλες τους στολές μαζεύουν το νερό σαν τα σφουγγάρια του ωκεανού, οι στρατηγοί υπομένουν το μαρτύριο της σταγόνας περιμένοντας να κόψει η βροχή ή να τελειώσει η παρέλαση – ό,τι συμβεί πρώτο.
Μπροστά τους στην άσφαλτο παρελαύνει τώρα ένας μαύρος αδέσποτος σκύλος, που τρέχει να προλάβει τα πεζοπόρα τάγματα των ειδικών δυνάμεων. Καθώς στα σκαλάκια του Συντάγματος απέναντι οι Θρακιώτες, οι Κρήτες και οι Μακεδόνες χορευτές ψάχνουν για υπόστεγο, η παρέλαση αρχίζει να θυμίζει μπαλ μασκέ. «Σιγά, παιδιά, στο μάρμαρο, γλιστράει το τσαρούχι!» Ο Καλαβρυτινός με τη φουστανέλα κάνει πατινάζ στο πεζοδρόμιο. «Πώς θα χορέψουμε δω πέρα;» ρωτάει με απόγνωση. Ενας Κρητικός από πίσω του δείχνει τις λευκές του μπότες. «Αν δεν μπορείς, θα χορέψω εγώ για σένα, φιλαράκο» λέει, και εισπράττει ένα θανατηφόρο καλαβρυτινό βλέμμα. Πίσω του, μια Θρακιώτισσα έχει περιθάλψει κάτω απ’ την ομπρέλα της ένα βρακοφόρο, και οι δεσμοί της ελληνικής επαρχίας μοιάζουν πιο δυνατοί από ποτέ.
Βλέπετε, για να κάθεσαι τόση ώρα υπό βροχή στο Σύνταγμα, κάποιο κίνητρο πρέπει να έχεις. Οπως ο κυριούλης που βλέπει όλη την παρέλαση περιμένοντας να ξεμοναχιάσει τον Πάνο Καμμένο για να του πει: «Την Κυριακή πετούσαν ψεκαστικά πάνω απ’ το Πεντάγωνο, το ξέρετε;». Οπως ο κοντός ανθρωπάκος που κυνηγά μέσα στο πλήθος τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, φωνάζοντάς της «εεε, κυρία Διαμαντοπούλου!». Ή όπως οι μπάντες των ενόπλων δυνάμεων, που προς μεγάλη δυστυχία των μελών τους, πρέπει τώρα που τέλειωσε η παρέλαση να υποδυθούν το λαϊκό συγκρότημα.
Ο μαέστρος της αεροπορίας κοιτά τους μουσικούς περίλυπος. «Καραγκούνα;» ρωτάει ξέπνοα. «Καραγκούνα!» του απαντά ο τρομπετίστας. Το νερό πέφτει και λιώνει τις νότες στο μικρό του αναλόγιο, αλλά ο τρομπετίστας ξεκινά. Και το πανηγύρι αρχίζει.
Η Ρ. Δούρου και ο Γ. Καραμέρος στέκουν αμήχανοι στο οδόστρωμα και βλέπουν τους Καλαβρυτινούς χορευτές να στριφογυρνούν, ενώ η βροχή τα κάνει όλα να μοιάζουν με θεατρικό του Ιονέσκο. Στην υπηρεσία του σουρεαλισμού, ένας τσολιάς έχει ανέβει στην εξέδρα του Προέδρου της Δημοκρατίας και τυλίγει τη δερμάτινη πολυθρόνα με σελοφάν. Πάνω στα δέκα λεπτά κεφιού, οι τρεις μπάντες του στρατού σημαίνουν σιωπητήριο, κάνουν μεταβολή στην Οθωνος και χάνονται στη βροχή. Κι έτσι, οι χορευτές απ’ τη Μακεδονία, που δεν έχουν φέρει οργανοπαίκτες, χορεύουν τώρα χωρίς μουσική! «Μα τι χορός είναι αυτός;» ρωτάει τον πρώτο στη σειρά μια κυρία. «Ο,τι μας βαρούν παίζουμε!» απαντά εκείνος. Οπότε, ποιος μπορεί να ψέξει τους χορευτές που δέκα λεπτά μετά εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια; Στον δρόμο προς την Αμαλίας, ένας οργανοπαίκτης με προσπερνά, με το κλαρίνο στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Κυνηγά μια καραγκούνα – «πού πας;» της φωνάζει. «Δύο φωτογραφίες να βγάλω, και φύγαμε!» λέει εκείνη. Και τρέχει στη βροχή χαρούμενη, προς τον Αγνωστο Στρατιώτη.
KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.gr