Η Λιάνα είναι star- κι ας σιχαίνεται τέτοιους όρους «κλισέ» ή έξω από τη δική της ιδιοσυγκρασία και αντίληψη για τις καταστάσεις, τις εικόνες του κόσμου και των ανθρώπων που πιάνει στο σπινθηροβόλο πράσινό της βλέμμα. Στο café της Κηφισιάς την χαιρετάνε όλοι σαν να την ξέρουν χρόνια- κι ας είναι η πρώτη φορά που τη συναντούν-, τη ρωτάνε για το μεσοπρόθεσμο, την ακούν προσεκτικά, συμφωνούν, θυμώνουν, όλο «πέστα Χρυσόστομη» και «κράτα γερά» της λένε. Κι ας μην είναι ψηφοφόροι του ΚΚΕ. Βγάζει τα μαύρα της γυαλιά, κάθεται απέναντί μου, παραγγέλνει διπλό καφέ ελληνικό, ανάβει τσιγάρο, λέει πως είναι πολύ κουρασμένη, «μεγάλη η χάρη σου με τον πανικό που γίνεται» λέει και τραβάει την πρώτη ρουφηξιά.
-Πάντοτε λέγατε ότι είστε αισιόδοξη. Παραμένετε ακόμη και τώρα;
-Τη βαστάω την αισιοδοξία μου. Και επειδή τη βαστάω, είμαι και στα πεζοδρόμια, είμαι και στους δρόμους, είμαι και στα έδρανα, είμαι και στα κανάλια- και όπου μπορώ γκαρίζω. Παραμένω αισιόδοξη, με την έννοια ότι δεν γεννήθηκε ακόμα εκείνη η σούπερ νόβα καταστροφή που να μας παρασύρει όλους σε έναν όλεθρο, οπότε δεν θα συζητάγαμε καν τώρα. Όσο είμαστε ζωντανοί, πρέπει να είμαστε και αισιόδοξοι. Όμως, πολύ συγκρατημένα αυτή τη φορά. Γιατί είμαι και ανήσυχη και οργισμένη και ταυτόχρονα με ένα κομμάτι φόβου, το οποίο είναι όμως πάρα πολύ συγκεκριμένο.
-Τι αφορά αυτός ο φόβος;
-Στη νεότερη γενιά. Και δεν είναι ο φόβος μου πως δεν θα τα καταφέρει- γιατί εγώ πιστεύω ότι κάθε γενιά μπορεί να είναι καλύτερη από την προηγούμενη που, ούτως ή άλλως, το μέλλον της ανήκει. Δυστυχώς, όμως, βγαίνει σε μία τραγωδία ανεφοδίαστη. Αυτή γενιά δεν έχει ούτε ένα τραγούδι για τον νταλκά της να κρατηθεί, δεν έχει καμία επαφή με την κουλτούρα και την ποίηση που θα την έσωζε, δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να φτιάξει- και μην με παρεξηγήσει κανένας- ούτε ένα δικό της εμβατήριο. Της άλλαξαν τις έννοιες. Την πέρασαν από μία περίοδο καταναλωτικής ευδαιμονικής ύβρεως και τώρα βλέπεις να κόβονται τα φτερά της ευθέως ανάλογα με την πιστωτική της κάρτα. Και αυτό δεν φτάνει.
-Εσείς δεν έχετε χρέη, δάνεια, πιστωτικές κάρτες;
-Κάτι ψιλά σε μία κάρτα την οποία έχω για λόγους ανάγκης, για λόγους πρακτικούς, γιατί ανήκω σε εκείνους τους προνοητικούς που φωνάζουν 5 χρόνια τώρα «φυλαχτείτε, μαζευτείτε, κάντε άλλες ιεραρχήσεις». Θα σου πω κάτι. Εγώ αγαπάω τη θάλασσα, ψαρεύω και κατάφερα να έχω μία βάρκα πλαστική, 5 μέτρα, την οποία πήρα μεταχειρισμένη από έναν δικηγόρο- είναι αυτό που κατάφερα να κάνω δώρο στον εαυτό μου, για να μη με πει κανένας «σκαφάτη». Και επειδή ξέρω από «θάλασσες», τον ορίζοντα της θάλασσας τον έβλεπα, τη μύριζα τη θάλασσα, την άκουγα και φώναζα.
-Τώρα, λοιπόν, πώς πιστεύετε θα είναι το μέλλον;
-Το μέλλον θα είναι αυτό που θέλουμε να φτιάξουμε- γιατί δεν μας αφαιρώ το δικαίωμα να θέλουμε, να επιθυμούμε και να προσπαθούμε. Αν ξέρουμε τι μέλλον θέλουμε, θα ξέρουμε και αν το πετύχαμε ή δεν το επιτύχαμε.
-Συμμερίζεστε κι εσείς την άποψη ότι η χώρα είναι ήδη «υπό κατοχή»;
-Δεν θα χρησιμοποιήσω τον όρο «κατοχή», παρότι δεν διαφέρει καθόλου από αυτό που θα σου πω: Η χώρα είναι κάτω από ασφυκτική εξάρτηση, μειωμένης κυριαρχίας, καταχρεωμένη αλλά, για να σε προλάβω, γι αυτό δεν φταίνε οι ξένοι. Ο εχθρός ήταν, είναι και θα είναι πάντα εντός.
-Όταν περνάτε από τους αγανακτισμένους για να πάτε στη βουλή, πως συμπεριφέρονται σ εσάς; Σας ειρωνεύονται, σας προπηλακίζουν, όπως συμβαίνει με άλλους βουλευτές;
-Λένε «χώστα, βάστα, κράτα!». Εσχάτως, ακούω και το «κουράγιο» και, επειδή πλησιάζω και τα 60, αισθάνομαι λίγο «μάνα κουράγιο» (γελάει). Χθες βράδυ, ήμουν στημένη στη μέση του δρόμου και μαζεύτηκε τόσος κόσμος που το BBC θα νόμιζε ότι έχουμε κάποια διαδήλωση. Πρώτον, η σχέση μου με τον κόσμο δεν είναι τωρινή- είναι 40 χρόνια και μπορείς να γυρίσεις πίσω και να με τσεκάρεις. Και δεύτερον, για να μαστε και ειλικρινείς, σε εποχές δυσπιστίας, από τις επιλογές μας κρινόμαστε. Εγώ άφησα τα πολλά λεφτά της τηλεόρασης, για τα λίγα της πολιτικής με το ΚΚΕ. Επομένως, εξ ορισμού, κατέβηκα οικονομικά σκαλιά και ήταν φυσικό να ανέβω τα ηθικά.
-Προλάβατε τουλάχιστον να γίνεται πλούσια τότε, με τα λεφτά της τηλεόρασης;
-Δεν είσαι καλά! Πως θα συντηρούνταν η «Νέμεσις» που τώρα δεν μπορεί; Έφτιαξα ένα σπίτι, που τώρα έχω το μισό- το άλλο μισό το έχει το παιδί μου-, έχω ένα αυτοκίνητο smart, την πλαστική βάρκα που σου έλεγα προηγουμένως και 4 στρέμματα κατσάβραχο στο χωριό, στο Γεράκι της Σπάρτης, απ τη γιαγιά μου. Το σπίτι μου μάλιστα το ξεχρέωσα μόλις τον Σεπτέμβριο του 2010.
-Μετά από πόσα χρόνια δανείου;
-15. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 ήμουν πολύ ευτυχισμένη, πανηγύριζα, έλεγα «ξεχρέωσα σήμερα το σπίτι!». Σκεφτόμουν μάλιστα προηγουμένως μήπως έχτιζα και κανά μικρό για να αποσυρθώ στο Γεράκι, αλλά αυτή τη σκέψη την εγκατέλειψα από τις εκλογές του 2009. Παραμονή των εκλογών είπα «που πας τώρα να δανειστείς; Άστο!».
-Αν σας πει ο γιος σας, ο Γαβριήλ, όπως λένε πολλοί νέοι, ότι θέλει να πάει να ζήσει μόνιμα στο εξωτερικό, τι θα του πείτε;
-Είμαι πολύ τυχερή, γιατί ο γιος μου θέλει να μπει σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να ζήσει φοιτητική ζωή εδώ. Είναι 16 ετών και κάτι μήνες.Αν ξαφνικά αλλάξει απόφαση στα 20 ή στα 22 του, πάει να πει ότι θα έχουμε χάσει πάρα πολύ χρόνο όλοι οι υπόλοιποι απ το να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε εδώ αυτά τα παιδιά.
-Δεν τον αποτρέπετε να μείνει εδώ, με όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα;
-Άμα αρχίσουν να φεύγουν όλοι οι Γαβριήλ της χώρας, σε αυτή τη φάση, για να αναζητήσουν αλλού ένα καλύτερο μέλλον, τότε θα γυρίσουν ως τι; Ως μεγάλοι ευεργέτες για την πατρίδα; Δεν λέω πως δεν θα υπάρξουν απελπισμένοι που δεν θα πάνε στο εξωτερικό- αλλά αφού το έχουν παλέψει γερά εδώ- αλλά η φυγή δεν μπορεί να είναι η εύκολη λύση! Πατριώτης είναι αυτός που θα κάτσει να παλέψει και να ανατρέψει ενδεχομένως την πολιτική που τον έφερε σε αυτή την κατάσταση.
-Εκτός βουλής μιλάτε καθόλου με τον Γεωργιάδη, τον Πλεύρη ή τον Τσίπρα;
-Λέμε «καλημέρα». Εγώ συνηθίζω να λέω «καλημέρα» ακόμη και στον χειρότερο εχθρό μου- και δεν εννοώ αυτούς. Ενίοτε μπορεί να δημιουργώ και ένα αίσθημα παρεξήγησης, με τις πολλές «καλημέρες» που λέω.
-Δεν βαριέστε μέσα στη βουλή;
-Συνεχώς. Διότι ο τρόπος που λειτουργεί η βουλή είναι ατελέσφορος. Ακόμη και για αυτό που η ίδια θέλει να παράξει. Στη βουλή, δυστυχώς, δεν παράγεται πολιτική, διαπιστώνεται και καταγράφεται πολιτική. Και αποφασίζει η εκάστοτε διαμορφωμένη κυβερνητική πλειοψηφία. Η πολιτική τείνει να γίνει μία απέραντη παγκοσμιοποιημένη μη κυβερνητική οργάνωση και να αφεθεί η κυβέρνηση σε καθηγητές οικονομικών, μεγάλους οίκους αξιολόγησης, τραπεζίτες. Ταξικό είναι το ζήτημα. Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία φτάσαμε σε Κολοσσαία: Άρτος και θεάματα. Αναρωτιέμαι: Θα φοράω Tods και θα ενισχύω το Κολοσσαίο;
-Ωστόσο, υπάρχει κάτι που να σας κάνει ευτυχισμένη σήμερα;
-Τα πάντα! Ζωντανούς ανθρώπους να δω, μία ωραία «καλημέρα» ν ακούσω, ένα μάτι ζωντανό να αντικρύσω, πέντε ανθρώπους που βγάζουν πέρα την κατάθλιψη με τον ελληνικό τρόπο δηλαδή παρέα, τραπεζάκια έξω- γιατί ο ελληνικός τρόπος δεν έχει κρεβάτι ψυχαναλυτή-, και είμαι καλά. Έχεις μισό ευρώ εσύ; Έχω κι εγώ άλλο μισό. Τι θα κάνουμε; Θα μοιραστούμε πορτοκαλάδα στα δύο. Κι ας βάλει ο άλλος ΦΠΑ 120%! Πώς να μην είμαι ευτυχισμένη; Που θυμούνται οι φίλοι τους φίλους; Που βλέπω στους δρόμους τρικάβαλα, γιατί είναι ακριβή η βενζίνη; Άκουσε να δεις. Δεν είναι οι πλειοψηφίες που κάνουν την ευτυχία. Οι φωτισμένες μειοψηφίες την κάναν πάντα. Μια ζωή.
-Είστε πάντα περιτριγυρισμένη από κόσμο. Σας λείπει καθόλου η μοναξιά;
-Καταρχήν, μου λείπει ύπνος, κοιμάμαι λίγο, είμαι άνθρωπος των 5 ωρών. Γιατί, το βιολογικό μου ρολόι, 6 παρά τέταρτο όρθια μ έχει- και Σάββατα και Κυριακές. Δεν με πειράζει όμως. Θα κοιμηθώ τον αιώνιο όπως όλοι (γελάει). Η μοναξιά, μου λείπει κάπου κάπου. Όσο περνάει ο καιρός, λίγο παραπάνω, ένα δίωρο περισυλλογής. Αλλά, πίστεψέ με, δεν μου φταίει ο κόσμος γύρω μου. Μου φταίει το μέσα μου που με κυνηγάει. Γιατί θεωρώ ότι είναι πολυτέλεια ο κόσμος να χάνεται κι εγώ να περισυλλέγομαι σε μία γωνία. Αυτό περιμένω τώρα: Μπας και ξεκλέψω αυτές τις 10 μέρες που ξεκλέβω πάντα το Καλοκαίρι, να έχω την πετονιά κι αντί να ακούω οτιδήποτε άλλο, να ακούω το τσικ τσικ από το λιθρινάκι στην άκρη.
-Χρόνο για το γιο σας έχετε;
-Τον έχω. Αλλά, όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος είναι μόνο δικός του. Γιατί, το τελευταίο πράγμα που θέλω, είναι να μου κάνει παρέα και babysitting. Το βρίσκω ανώμαλο. Να βγαίνει έξω θέλω, να βγαίνει με τους φίλους του- και ευτυχώς είναι κοινωνικό παιδί. Εμένα θα κάτσει να φυλάει;Επειδή αποτυγχάνει το σύστημα, θα κάνω το παιδί μου, στα 16 του, γηροκομητή μου; Το σιχαίνομαι! Χειρότερο πράγμα από ανελεύθερα παιδιά και κυρίως αναγκασμένα να ζουν με τους γονείς, δεν υπάρχει. Το παιδί πρέπει να είναι μαζί μου όταν θέλει, όποτε θέλει και σε καμιά πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη, για λόγους ηθικής στήριξης περισσότερο, παρά οτιδήποτε άλλο.
-Κάνετε παρέα με τους φίλους του;
-Οι φίλοι του με θέλουν, γιατί είμαστε όλο «έλα ρε φίλε». Πάω εγώ με τα ενδιαφέροντά τους, γιατί είναι ο καλύτερος τρόπος για να αισθάνομαι εγώ καλά. Είμαι 16 χρόνων μέσα μου, επομένως αυτό μου είναι πάρα πολύ εύκολο. Αλλά μία φορά στο τόσο και τίποτε πέραν αυτού. Είσαι καλά; Οι νέοι θα βρουν μόνοι τους το δρόμο τους, μεταξύ τους. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ενισχύω.
-Ο έρωτας παραμένει σημαντικό κομμάτι στη ζωή σας;
-Στην ηλικία μου, ο έρωτας είναι πολυτέλεια διανοητική. Κοίταξε, οι νέοι αντιμετωπίζουν τον έρωτα ως σπορ. Μία γυναίκα, όμως, μετά τα 50, κατά την άποψή μου σώφρων και στ αλήθεια θερμή, όπως εγώ, προτιμάει να αντιμετωπίζει τον έρωτα σαν κάτι που δεν είναι ΑΜΕΑ για τη ζωή της. Δεν θέλει να τον βλέπει ως ΑΜΕΑ τον έρωτα. Και επειδή δεν θέλει να τον βλέπει ως ΑΜΕΑ, δεν τον βάζει και σε αυτό που λέμε ψυχοδιανοητικό νάρθηκα.
-Και που μπαίνει τότε ο έρωτας;
-Άκουσε να δεις, αγάπη μου. Αυτή τη στιγμή, είτε γερνάς μαζί με παλιούς σου έρωτες και το ευχαριστιέσαι- και εις ανάμνησιν περνάς και πάρα πολύ ωραία- είτε, αν τον συναντήσεις μπροστά σου και είναι 20 ή 25 χρονών, σε κοιτάς στον καθρέφτη, λες «δόξα τω Θεώ, απέκτησα διά των ερώτων τη σοφία να τους αφήσω να προχωράνε χωρίς εμένα». Διότι αυτό το πράγμα που δεν καταλαβαίνω, είναι η βαμπίρ αντίληψη ότι οι άνθρωποι των 60 και των 65 μπορούν να ζουν τον έρωτα και να αιχμαλωτίζουν εικοσάρικα και εικοσιπεντάρικα. Ξέρω ότι αυτό είναι της μόδας, αλλά εγώ βαμπίρ δεν ήμουν ποτέ.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό People, τον Ιούλιο του 2011.