Ευγενικά και μελωδικά κάθισε επί έξι δεκαετίες στο πιάνο του και περιέγραψε με τον πιο τρυφερό τρόπο την απουσία, τη μοναξιά, τη μελαγχολία, τους σφοδρούς έρωτες, όσα μας διέφυγαν αλλά και όσα επιθυμήσαμε βαθιά.
Εγραφε τις μελωδίες που ήθελες να ακούσεις, τα τραγούδια που προκαλούσαν τα πιο βαθιά αισθήματα. Είχε φινέτσα. «Διάβασε» την ποίηση των Καββαδία, Λεοντάρη, Σαχτούρη, Καρυωτάκη, Σκαρίμπα, καλύτερα από εκείνους που βαυκαλίζονταν για τους τίτλους. Ταυτίστηκε με κορυφαίους ερμηνευτές και περιποιήθηκε με απίστευτη αγάπη τους στίχους των κορυφαίων. Αφησε στο ελληνικό τραγούδι το πιο ωραίο του σημάδι.
Τόσο αβίαστα, τόσο ευγενικά, απλά και μελωδικά ο Γιάννης Σπανός κάθισε επί έξι δεκαετίες στο πιάνο του και περιέγραψε για χάρη μας με τον πιο γλαφυρό τρόπο την απουσία, τις μοναξιές μας, τη μελαγχολία, τους σφοδρούς έρωτες, όσα μας διέφυγαν αλλά και όσα επιθυμήσαμε βαθιά. Μας απενοχοποίησε που ταυτιστήκαμε με την υπέροχη ελαφράδα της δεκαετίας του '60, έγινε ο πατριάρχης του Νέου Κύματος, «θυσίασε», όπως έλεγε, την προσωπική ζωή του για χάρη της μουσικής και γέμισε τις ζωές μας με αμέτρητα, μεγάλα, εθιστικά τραγούδια. Σπουδαίος συνθέτης και σπάνιος άνθρωπος (πόσο δύσκολη εξίσωση κι αυτή), ο Γιάννης Σπανός πέθανε χθες σε ηλικία 85 ετών.
Ηταν ένας ανοιχτόκαρδος δημιουργός, που ήθελε οι μελωδίες του να σφυρίζονται, τα τραγούδια του να αποπνέουν ανθρωπιά, η μουσική του να μην καταπίνει τους ποιητές, οι στίχοι να αναπνέουν μαζί με τη μελωδία. Επέμενε πως η εκφραστική λιτότητα μπορεί να περιγράψει τη βαθιά ευαισθησία, βαριόταν τη σοβαροφάνεια και θεωρούσε πιο προσωπικό του τραγούδι τις «Τυχαίες συναντήσεις» με την Τάνια Τσανακλίδου, που, όπως λέει ο Μάνος Ελευθερίου στους στίχους, «με εκείνα μοιάζεις που αναιρώ/ κι εσύ ποτέ δε θα γνωρίσεις /γιατί σκοτώνουν τον καιρό/πάντα οι τυχαίες συναντήσεις. Γι’ αυτό και ψάχνω να σε βρω/ εκεί που δε θα με ζητήσεις».
Μικρότερο παιδί μιας οικογένειας από το Κιάτο, ο Γιάννης Σπανός γεννήθηκε το 1934 και από πιτσιρίκι έδειξε πως τίποτα, ούτε καν οι πατρικές φιλοδοξίες δεν μπορούσαν να τον αποτρέψουν από τη μουσική. Λάτρευε το πιάνο και την κλασική μουσική, σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο Κορίνθου και, κοντά στα 20, αναζήτησε την τύχη του στη Γαλλία. «Αγόραζα συνέχεια παρτιτούρες και έπαιζα μετά μανίας κονσέρτα του Τσαϊκόφσκι. Κόντεψα να πάθω αγκύλωση σε νεαρή ηλικία, αφού έπαιζα δύσκολα πράγματα και τα χέρια μου δεν είχαν ωριμάσει. Δεν ήμουν παιδί-θαύμα, σαν τον Σγούρο, που έπαιζε καταπληκτικά από 5 ετών. Σύντομα είπα να περιοριστώ σε αυτά που μπορώ να κάνω κι έτσι στράφηκα στο τραγούδι», είπε πριν από χρόνια στη Lifo, όταν διηγήθηκε τη ζωή του.
Η περίοδος στο Παρίσι άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στην αισθητική, τη μουσική, τον τρόπο που όλο αυτό το υλικό που στριμωχνόταν στη νεανική του ορμή, βρήκε τρόπο να εκφραστεί. Οι παρέες με τον Κώστα Γαβρά και τον Σερζ Γκενσμπούργκ, οι συναναστροφές με τον Μισέλ Πικολί και τη Φρανσουάζ Σαγκάν, τα τραγούδια που ηχογράφησε με την Ζιλιέτ Γκρεκό, το πρώτο του κομμάτι με τίτλο «Sidonie» που ερμήνευσε σε ένα μικρό δισκάκι η Μπριζίτ Μπαρντό το 1960, αν και, όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα, δεν τη συνάντησε ποτέ (μάλιστα εκείνη την εποχή υπέγραφε με το ψευδώνυμο Κυριάκος). Η γνωριμία του με τον Αλέκο Πατσιφά τον έφερε στη Lyra κι έτσι πρώτο του LP οι «Αποδημίες» με την Καίτη Χωματά ήρθε το 1965, ενώ την ίδια χρονιά ένα μικρό δισκάκι μιλούσε για «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Δύο χρόνια μετά, ήρθε η πρώτη «Ανθολογία».
Το 1975 ο Σπανός επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, αναζητώντας τη δική του θέση σε μια μουσική πραγματικότητα που μεσουρανούσαν οι Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος. «Εκείνη την περίοδο, όλοι οι άλλοι έγραφαν πολιτικό τραγούδι. Οι μόνοι που δικαιούνται να λένε ότι γράψανε πολιτικό τραγούδι, όμως, είναι ο Λοΐζος, ο Μαρκόπουλος και ο Θεοδωράκης βέβαια. Ηταν πηγαία τα πολιτικά τραγούδια αυτών των ανθρώπων, δεν θα μπορούσα εγώ να μπω σε όλο αυτό. Θα έμπαινα σε χωράφια άγνωστα», παραδεχόταν. Πράγματι δεν θέλησε να ανέβει στο όχημα του πολιτικού τραγουδιού. Αφοσιώθηκε στην ατμόσφαιρα των μπουάτ και στο λαϊκό τραγούδι, χαρίζοντας στους κορυφαίους ερμηνευτές το ένα διαμάντι μετά το άλλο.
Το «Σαν με κοιτάς», η τρυφερή «Οδός Αριστοτέλους», τα «Βροχή και σήμερα», «Σπασμένο καράβι» (σε ποίηση Γ. Σκαρίμπα), «Κυριακές στην Κατερίνη», «Με πνίγει τούτη η σιωπή», που σφράγισε η Μαρινέλλα με τη φωνή της, το «Θα με θυμηθείς», το «Είπα να φύγω» και «Φταίμε κι οι δύο», που έγιναν από τα τραγούδια-σημαίες του Γιάννη Πάριου, το «Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες», που τόσο υπέροχα πήρε πάνω της η Αρλέττα, η «Αγάπη δίκοπη» που ο Δημήτρης Μητροπάνος τραγούδησε το 1993 (μετά την πρώτη εκτέλεση της Πρωτοψάλτη), τα «Πες πως μ' αντάμωσες» και «Ο τρελός» από τη συνάντησή του με τον Σταμάτη Κόκοτα, το «Ανθρωποι μονάχοι» και η «Μαρκίζα» από την επική του συνεργασία με την κορυφαία Βίκυ Μοσχολιού σε εκείνον τον σπουδαίο δίσκο του 1977, το «Αν μ' αγαπάς» που χάρισε στην Τάνια Τσανακλίδου, το «Αν ήξερες τις νύχτες μου», «Κι ήταν πάντα η νύχτα», «Πώς γίνανε τα λόγια μας» από τη μαγική «Εξοδο Κινδύνου» του 1984, αλλά και η συνεργασία του με την Ελένη Δήμου στον δίσκο «Προσωπικά» (1988), που ξεπέρασε τις 100.000 αντίτυπα κι έγινε ο πιο επιτυχημένος του δίσκος.
Δεν χωράει η ζωή, το ταλέντο, η ευγένεια και η αθόρυβη μεγαλειώδης προσφορά του Γιάννη Σπανού σε τόσο λίγες λέξεις. Οι αριθμοί λένε πως μέχρι χθες που μας άφησε -έπειτα από μια σύντομη περιπέτεια υγείας-, είχε βάλει τη μουσική του υπογραφή σε 525 τραγούδια. Αλλά τι να προσθέσουν οι αριθμοί σε τόσες χιλιάδες αναμνήσεις και συναισθήματα που νιώσαμε;
No comments:
Post a Comment