(7/4/2015, 19:36) Του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ
Όταν το ντοκιμαντέρ μου «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί – παραμύθια για πάντα» προβλήθηκε για πρώτη φορά στα Τρίκαλα, τον Δεκέμβριο του 2013, ήταν μέσα στην αίθουσα και ο πατέρας μου και ο δεκάχρονος, τότε, γιος μου. Στο τέλος της προβολής ευχαρίστησα θερμά τους «16 παραμυθάδες αφηγητές – πρωταγωνιστές» της ταινίας.
Λίγο πριν φύγουμε, ο μικρός Πέτρος μού είπε: «Μπαμπά, δεν είναι 16 αλλά 17 οι πρωταγωνιστές…», και μετά από λίγο συνέχισε θριαμβευτικά «…είναι και η καρέκλα του παππού Γιώργου!».
Πράγματι, μια καρέκλα από το ποδηλατάδικο του πατέρα μου, ξύλινη, καφενείου, με ένα μαξιλαράκι καρρώ δεμένο από πάνω, ήταν πάντα μέσα στο αυτοκίνητο του κινηματογραφικού συνεργείου με το οποίο τριγυρνούσαμε στα χωριά των Τρικάλωνγια το γύρισμα. Μαζί με τις κάμερες, τα ηχοληπτικά μηχανήματα και τα φώτα, είχα πάντα μαζί και την καρέκλα. Δεν ήθελα τις πλαστικές που συνήθως υπάρχουν στα επαρχιακά σπίτια, δεν ήθελα να βάζω τους ανθρώπους να κάθονται πάνω τους – ένοιωθα ότι χαλάει το παραμύθι.
Αρκετοί λοιπόν από τους παραμυθάδες της ταινίας αφηγούνται καθισμένοι πάνω της.
Μια απλή καρέκλα, που δεν την προσέχεις, αλλά είναι εκεί για να σε στηρίζει.
Έτσι ήταν και ο πατέρας μου, που πέθανε ξαφνικά: ένα αθόρυβος άνθρωπος που μπορούσες να στηρίζεσαι πάνω του.
Μια σιωπηλή, αλλά στέρεη παρουσία.
Ήταν πάντα «εκεί». Ακόμα κι όταν διαφωνούσε με τις επιλογές των υπόλοιπων της οικογένειας (της μάνας, τις δικές μου, του αδελφού μου) τις στήριζε.
Ένας από εκείνους τους ανθρώπους της «παλιάς πάστας» που έζησαν τραχειά, που ονειρεύτηκαν ταπεινά, που πόνεσαν βουβά.
Πέθανε την Πρωταπριλιά στα Τρίκαλα. Σαν ψεμματάκι.
Οδηγούσε το ποδήλατο μέσα στην πόλη όταν έπαθε ανακοπή καρδιάς.
87 χρονών, ακμαιότατος, δούλευε ακόμα στο ποδηλατάδικο.
Έφυγε καβάλα. Όπως και ο γιος του, ο αδελφός μου Παναγιώτης, 24 χρόνια πριν. Τότε που χτύπησε με φόρα πάνω στον τοίχο με τη μηχανή του, και ράγισε πολλές καρδιές. Της μάνας και του πατέρα μου περισσότερο – ένα ράγισμα που έμεινε ανοιχτό από τότε.
Θυμάμαι πάντα τα χοντρά δάκτυλα του πατέρα μου να χαϊδεύουν το παγωμένο πρόσωπο του νεκρού Παναγιώτη, εκείνο το βράδυ του θρήνου στο σπίτι: τρυφερά, διστακτικά, με μια απέραντη απορία – «πώς είναι δυνατόν;». Δάχτυλα γεμάτα γρατσουνιές, ουλές και μουντζούρες: ανεξίτηλα σημάδια από τα γράσσα και τα λάδια των ποδηλάτων και των μηχανών, από τα σφυριά, τα κλειδιά, τις λίμες και τα κατσαβίδια με τα οποία καταπιάνονταν σε όλη του τη ζωή – από 18 χρονών.
Τα ίδια αυτά δάχτυλα τα άγγιξα και πάλι τώρα, για τελευταία φορά. Οι μουντζούρες ήταν πάντα εκεί.
1962. Σ’ αυτή τη φωτογραφία όλα μοιάζουν να έχουν μόλις ξεκινήσει.
Στο μικρό ισόγειο σπίτι που γεννήθηκα, στην αυλή που ήταν κοινή με άλλους γείτονες. Δίπλα, το ποδηλατάδικο του μπαμπά: εκεί όπου θα περνούσα τα επόμενα δέκα χρόνια μου ακούγοντας ιστορίες από τους φίλους του δίπλα στη σόμπα το χειμώνα, ενώ έξω έπεφτε χιόνι.
Ο μικρός Λάκης (εγώ) μουτρωμένος, η μαμά σοβαρή (παρ’ ότι ήταν πάντα πιο αλλέγκρα από τον πατέρα μου) έχει την παλάμη μου μέσα στην παλάμη της – σα να κλείνει μια τρυφερή αγκαλιά.
Το τραχύ χέρι του μπαμπά κρατάει το χέρι μου από τον καρπό – δίνει ένα γερό στήριγμα.
Ο μπαμπάς έχει ένα ελαφρύ, διακριτικό μειδίαμα. Η ζωή είναι μπροστά, ο κόσμος μοιάζει ακόμα εφικτός.
5 Απριλίου 2015
Στη φωτογραφία Η μητέρα μου, εγώ δυο χρονών, ο πατέρας μου Γιώργος Λουλές.
Καλοκαίρι του 1962