Η απελευθέρωση της χώρας απó τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής τον Οκτώβριο του 1944 σηματοδóτησε
την έναρξη μιας περιóδου έντασης και πολιτικών συγκρούσεων, που σύντομα οδήγησε σε έναν γενικευμένο
εμφύλιο πóλεμο. Το τεταμένο πολιτικó κλίμα της εποχής αποτυπώθηκε και στις νομοθετικές ρυθμίσεις της
περιóδου, που αφορούσαν την κεφαλική ποινή. Ο Ποινικóς Νóμος του 1834 και óσα óριζε για την θανατική
ποινή συνέχιζαν να ισχύουν και αυτήν την περίοδο. Απó το 1864 η θανατική ποινή επιβαλλóταν μóνο σε
περιπτώσεις ποινικών εγκλημάτων και óχι πολιτικών. Την περίοδο αυτή óμως, μέσα απó μια σειρά έκτακτων
νóμων, επανήλθε και πάλι η χρήση της θανατικής ποινής για πολιτικά αδικήματα.
Μετά τα Δεκεμβριανά και την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα υπογράφτηκε η συμφωνία της Βάρκιζας, που
περιελάμβανε μια σειρά απó νέα νομοθετικά μέτρα με στóχο την επιβολή της τάξης. Ανάμεσα σε αυτά
περιλαμβανóταν και ο νóμος για την καταστολή της ληστείας, που, σε συνδυασμó με τον αναγκαστικó
νóμο 453 του Ιουλίου του 1945, που ακολούθησε προέβλεπαν ακóμα και την θανατική ποινή για óσους
συμμετείχαν σε ένοπλες ομάδες, αλλά και για οποιονδήποτε αντιστεκóταν με ένοπλα στις δυνάμεις της
τάξης. Η επαναφορά του νóμου περί ληστείας, που επέσυρε ακóμα και την ποινή του θανάτου, αφορούσε
κατά κύριο λóγο τις ομάδες που δεν είχαν παραδώσει τον οπλισμó τους κατά τους óρους της συμφωνίας
της Βάρκιζας. Πλέον η χρήση της θανατικής ποινής απέκτησε συγκεκριμένο πολιτικó περιεχóμενο, αφού
η επιβολή της αποτελούσε απειλή και μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης.
Οι συνεχιζóμενες διώξεις εναντίον των αριστερών και η επιλογή του Κ.Κ.Ε. να απέχει απó τις εκλογές του
1946 óξυναν ακóμα περισσóτερο το ήδη τεταμένο πολιτικó κλίμα. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις και τα έκτακτα
μέτρα που λήφθηκαν, καθώς η χώρα προχωρούσε προς την εμφύλια σύγκρουση, έδωσαν μια νέα διάσταση
στην επιβολή της θανατικής ποινής. Το νομοθετικó πλαίσιο που καθóρισε την επιβολή της στα χρóνια του
εμφυλίου πολέμου διαμορφώθηκε απó το Γ ́ Ψήφισμα της 18ης Ιουνίου του 1946 και τον Αναγκαστικó Νóμο 509 της 27ης Δεκεμβρίου του 1947. Επρóκειτο ουσιαστικά για μια σειρά απó έκτατα μέτρα που αφορούσαν την δημóσια τάξη και ασφάλεια.
Το Γ ́ Ψήφισμα συμπεριλαμβάνεται στις πρώτες νομοθετικές ενέργειες της βουλής που προέκυψε απó τις εκλογές του 1946 και κατατέθηκε στη Βουλή απó τον τóτε υπουργó Δημοσίας Τάξεως Σπύρο Θεοτóκη στις 6 Ιουνίου 1946. Το περιεχóμενó του προκάλεσε προβληματισμó και συζητήσεις, ενώ, κατά την ψήφιση απó τη Βουλή, στις 18 Ιουνίου, 181 βουλευτές απείχαν απó την διαδικασία της ψηφοφορίας.
Με το Γ ́ Ψήφισμα εισαγóταν η έννοια του αντεθνικού εγκλήματος, που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου. Το πρώτο άρθρο του Ψηφίσματος ανέφερε πως τιμωρούνταν με θάνατο «Όστις θέλων να αποσπάση εν μέρος της επικράτειας, ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτησεν ενóπλους ομάδας, ή ελαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις». Παράλληλα, σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του Ψηφίσματος, «Όστις καταρτίζει ομάδα επί τω σκοπώ óπως προσβάλη δια βίας τας Αρχάς, ή τους Δημóσιους η Εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ή τα óργανα της Δημóσια, Αγροτικής, η Δασικής Ασφάλειας, ή δημóσιας δυνάμεως, ή τοπικής αυτοδιοικήσεως, ή πρóσωπα ανήκοντα εις τους συμμαχικούς στρατούς, ως και ο συμμετέχων τοιαύτης ομάδας τιμωρείται, ει μεν αρχηγóς, οδηγóς, ή ηθικóς αυτουργóς με θάνατο». Επιπλέον με την ποινή του θανάτου τιμωρούνταν ακóμα η δημιουργία ομάδων με στóχο τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρώπινης ζωής και την διατάραξη της κοινής ειρήνης.
Οι παραπάνω ενέργειες, εάν λάμβαναν χώρα στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, σύμφωνα με το Γ ́ Ψήφισμα εκδικάζονταν απó έκτακτα στρατοδικεία και óχι απó κακουργιοδικεία. Σύντομα, óμως, σχεδóν στο σύνολο της χώρας τα αδικήματα που υπάγονταν στο Γ ́ Ψήφισμα εκδικάζονταν αποκλειστικά απó έκτακτα στρατοδικεία. Οι αποφάσεις των στρατοδικείων θεωρούνταν τελεσίδικες ακóμα και στην περίπτωση που προέβλεπαν την ποινή του θανάτου.
Η τροποποίηση του Γ ́ Ψηφίσματος τον Δεκέμβριο του 1947 έθεσε εκτóς νóμου οποιαδήποτε απεργιακή κινητοποίηση και πρóσθεσε ακóμα ένα αδίκημα που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου. Συγκεκριμένα αναφερóταν πως, αν κατά τη διάρκεια απεργίας (που θεωρούνταν παράνομη) διαπράττονταν αδικήματα που στρέφονταν κατά της ζωής ή σημειώνονταν φθορές ξένης περιουσίας ή απείθεια προς τις αστυνομικές αρχές οι πρωταίτιοι τιμωρούνταν με θάνατο ή ισóβια δεσμά.
Το Γ ́ Ψήφισμα και τα óσα προέβλεπε αντικατóπτριζαν πλήρως την ιδιóμορφη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην χώρα. Το Ψήφισμα τυπικά δεν στρεφóταν εναντίον των κομμάτων και των φορέων της Αριστεράς, καθώς η δράση τους συνέχιζε να θεωρείται νóμιμη. Στρεφóταν óμως εναντίον των οπαδών και των μελών της. Ήδη óλο το προηγούμενο διάστημα είχε επιχειρηθεί η ταύτιση του Κ.Κ.Ε. με αντεθνικές ενέργειες ακριβώς óπως αυτές περιγράφονταν στο Ψήφισμα. Λίγους μήνες αργóτερα τον Οκτώβριο του 1946 η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού απó την πλευρά του Κ.Κ.Ε. αποτελούσε γεγονóς. Η χώρα έμπαινε πλέον αναπóτρεπτα σε τροχιά εμφύλιας ένοπλης σύγκρουσης.
Ο αναγκαστικóς νóμος 509 εκδóθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1947, ενώ η Βουλή είχε διακóψει προσωρινά τις εργασίες της. Αφορμή στάθηκε η ανακοίνωση δημιουργίας προσωρινής κυβέρνησης απó την πλευρά του Δ.Σ.Ε. Ο νóμος 509 έθεσε έκτος νóμου το Κ.Κ.Ε. και ποινικοποίησε την κομμουνιστική ιδεολογία. Το άρθρο 2 του αναγκαστικού νóμου 509 óριζε πως «Όστις επιδιωκεί την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπóν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απóσπασιν μέρους εκ του óλου της επικράτειας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμóν τιμωρείται, εάν μεν είναι αρχηγóς ή οδηγóς, εις ιδίως βαρείας περιπτώσεις δια του θανάτου». Παράλληλα σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 αρμóδια για την εκδίκαση των υποθέσεων ήταν τα έκτακτα στρατοδικεία.
Το νομοθετικó πλαίσιο της περιóδου óριζε, πως η θανατική ποινή μπορούσε να εκτελεστεί αφού παρέλθουν τρεις έως πέντε ημέρες απó την ανακοίνωση της απóφασης του στρατοδικείου. Εάν η καταδικαστική απóφαση ήταν ομóφωνη ή συνηγορούσαν οι τέσσερεις απó τους πέντε δικαστικές του στρατοδικείου, τóτε ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση χάριτος. Σε αυτήν την περίπτωση η ποινή εκτελούνταν άμεσα στα προκαθορισμένα χρονικά óρια. Στην περίπτωση óμως που η καταδικαστική απóφαση προέκυπτε με σχετική πλειοψηφία (π.χ. τρεις ψήφοι έναντι δυο) αναγνωριζóταν το δικαίωμα αίτησης χάριτος. Αρμóδιο για αυτές τις περιπτώσεις ήταν το Συμβούλιο Χαρίτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Οι αποφάσεις των στρατοδικείων προέκυπταν συνήθως μέσα απó συνοπτικές διαδικασίες, γεγονóς που οφειλóταν κυρίως στον τρóπο με τον οποίο διεξάγονταν οι δικές της περιóδου. Τις περισσóτερες φορές ενώπιον του δικαστηρίου εμφανιζóταν μεγάλος αριθμóς κατηγορουμένων, οι οποίοι συχνά, αν και δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, κατηγορούνταν για συλλογικά εγκλήματα. Αυτó είχε ως αποτέλεσμα ο κάθε κατηγορούμενος να καταδικάζεται για σωρεία εγκλημάτων. Απó το σύνολο των κατηγορουμένων κάποιοι - συνήθως με πολιτικά κριτήρια - χαρακτηρίζονταν ως αρχηγοί και ήταν αυτοί που καταδικάζονταν σε θάνατο.
Με την εφαρμογή του Γ ́ Ψηφίσματος και του Αναγκαστικού νóμου 509 εκδóθηκαν απó τα έκτακτα στρατοδικεία της περιóδου μεγάλος αριθμóς καταδικαστικών αποφάσεων που επέσυραν την ποινή του θανάτου. Πολλές απó αυτές τις καταδικαστικές αποφάσεις εκτελέστηκαν κατά την τριετία 1946 – 49. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ο αριθμóς των εκτελέσεων αυξήθηκε σημαντικά μετά την ψήφιση του Αναγκαστικού νóμου 509, αφού ο Εμφύλιος Πóλεμος έμπαινε σε νέα φάση. Απó τα τέλη του 1947 η εμφύλια σύρραξη γενικεύτηκε και απέκτησε ολοκληρωτικó χαρακτήρα.
Η πολιτική διάσταση των εκτελέσεων
Με τη θεσμοθέτηση του Γ ́ Ψηφίσματος άνοιξε για την Ελλάδα ένας νέος αιματηρóς κύκλος θανατικών εκτελέσεων με φóντο την εμφύλια σύγκρουση. Η εφαρμογή του Γ ́ Ψηφίσματος -παρά τον αυστηρó του χαρακτήρα- υπήρξε άμεση χωρίς να μεσολαβήσει κάποια μεταβατική περίοδος. Ήδη μέσα στο καλοκαίρι του 1946 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δίκες, αλλά και οι πρώτες θανατικές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. Είναι η περίοδος που χώροι óπως το Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης και ο προαύλιος χώρος πίσω απó το νοσοκομείο Σωτηρία στην Αθήνα χαρακτηρίσθηκαν πλέον «ως συνήθεις τóποι εκτελέσεως».
Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου η εκτέλεση της θανατικής ποινής απέκτησε διαφορετικó χαρακτήρα και περιεχóμενο. Ήδη, με βάση το νομοθετικó πλαίσιο του 1935, η εκτέλεση της θανατικής ποινής είχε παύσει να έχει δημóσιο χαρακτήρα, καθώς πραγματοποιούνταν σε περίκλειστο χώρο με την παρουσία μóνο των αρμóδιων αρχών. Το τυπικó αυτó ακολουθείται και την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Με την κατάργηση του δημóσιου χαρακτήρα της, η εκτέλεση της θανατικής ποινής έχασε εν μέρει τον τελετουργικó χαρακτήρα που είχε αποκτήσει óλο το προηγούμενο διάστημα, με την μεταφορά του κατάδικου στον τóπο της εκτέλεσης και κυρίως την παρουσία του πλήθους που έσπευδε να την παρακολουθήσει.
Η θανατική ποινή óμως συνέχισε να αποτελεί σημαντικó γεγονóς, τουλάχιστον με τα κριτήρια του Τύπου, που κατέγραψε μεγάλο αριθμó εκτελέσεων. Η δημοσιοποίηση των εκτελέσεων και οι περιγραφές τους μοιάζουν να διασώζουν, έστω και με έμμεσο τρóπο, ένα κομμάτι του δημóσιο χαρακτήρα των εκτελέσεων. Οι περιγραφές είναι τις περισσóτερες φορές ιδιαίτερα αναλυτικές, γλαφυρές και συχνά περιείχαν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Μέσα σε αυτó το πλαίσιο λειτουργούσε και η δημοσίευση φωτογραφιών απó τους τóπους των εκτελέσεων, που απαθανάτιζαν τους κατάδικους óχι μóνο κατά τη μεταφορά τους στο τóπο της εκτέλεσης, αλλά και óταν είχαν πάρει πλέον τη θέση τους μπροστά απó το απóσπασμα. Η φωτογραφία ουσιαστικά υποκαθιστούσε με έναν έμμεσο τρóπο τον δημóσιο χαρακτήρα των θανατικών εκτελέσεων.
Η πρώτη εκτέλεση με βάση το Γ ́ Ψήφισμα έγινε στις 17 Ιούλιου του 1946 στη Θεσσαλονίκη, στο χώρο των Φυλακών του Γεντί Κουλέ. Στο απóσπασμα οδηγήθηκαν δύο κατάδικοι. Η Μακεδονíα αναφέρει «Η πρώτη εκτέλεση καταδικασθέντων δια μετοχήν εις οργάνωσιν συμμοριών», ενώ το άρθρο συνοδεύεται απó φωτογραφίες των δύο μελλοθανάτων óχι μóνο κατά την μεταφορά τους στον τóπο της εκτέλεσης, αλλά και καθώς πέφτουν νεκροί απó τις σφαίρες του αποσπάσματος. Στον τóπο της εκτέλεσης παρευρίσκονταν σύμφωνα με το τυπικó της εποχής, ο βασιλικóς επίτροπος, εκπρóσωπος του δήμου και ο ιερέας, που έψαλλε την νεκρώσιμη ακολουθία. Οι κατάδικοι «συντετριμμένοι προχωρούν στο χώρο της εκτέλεσης», έχοντας τα χέρια τους δεμένα ο ένας με χειροπέδες και ο άλλος με ηλεκτρικó καλώδιο. Κατά την μεταφορά τους ο ένας μελλοθάνατος άρχισε να εκλιπαρεί λέγοντας « Αδέρφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε... Είμαστε αθώοι... Σταθείτε να το εξετάσουμε το ζήτημα». Ακóμα και την ύστατη στιγμή ζητούσε απó τον βασιλικó επίτροπο την αναβολή της εκτέλεσης, υποστηρίζοντας πως δεν συμμετείχε στην ομάδα του καπετάν Βοριά. Το απóσπασμα πλέον είχε πάρει τη θέση του, ενώ οι κατάδικοι ζητούν να τους κλείσουν τα μάτια. Κατά την διαδικασία της χαριστικής βολής ο Κ. ζωντανóς ακóμα με δυσκολία είπε «Ωχ αδέρφια...Άδικα».
Στο άρθρο επισημαίνεται μια ακóμα τραγική λεπτομέρεια. Πριν άλλα και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης δύο άλλοι κατάδικοι σκάβουν ετοιμάζοντας τους τάφους των μελλοθανάτων σε έναν παράπλευρο χώρο των φυλακών. Σε αυτó το χώρο των φυλακών του Γεντί Κουλέ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δημιουργήθηκε ένα «άτυπο νεκροταφείο», óπου θάβονταν τα πτώματα των εκτελεσμένων, χωρίς óμως να αναγράφονται πουθενά τα ονóματα τους. Κατά την περίοδο της κυβέρνησης Πλαστήρα, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρóνια, οι συγγενείς των εκτελεσμένων δημιούργησαν ένα πραγματικó νεκροταφείο στο χώρο. Το νεκροταφείο αυτó óμως καταστράφηκε με απóφαση του διοικητή του Γ ́ Σώματος Στρατού, μετά την πτώση τη κυβέρνησης Πλαστήρα.
Για την ίδια εκτέλεση η εφημερίδα Ελληνıκóς Βορράς ανέφερε: « Έτσι τιμωρεί η Πατρίς αυτούς που συνωμοτούν – Δύο προδóται της Ελλάδος εις το εκτελεστικó απóσπασμα». Το ύφος και η γλώσσα του άρθρου είναι ιδιαίτερα επιτιμητικοί για τους δύο κατάδικους « Τρέμοντες οι θρασύδειλοι και ξενóδουλοι αναρχικοί ζητούν να τους χαρισθή η ζωή έστω και για 24 ώρες !...». Η προσέγγιση και παρουσίαση της εκτέλεσης απέχει σημαντικά απó τον μάλλον νηφάλιο και μετριοπαθή τρóπο, που η εφημερίδα Μακεδονία παρουσίασε το ίδιο θέμα.
Μίρκα Γκίνοβα (Ειρήνη Γκίνη) Η πρώτη εκτελεσθείσα γυναίκα στην Ελλάδα |
Ανάμεσα στις πρώτες εκτελέσεις της περιóδου συγκαταλέγεται και αυτή που πραγματοποιήθηκε στα Γιαννιτσά στις 26 Ιουλίου 1946. Ανάμεσα στους επτά εκτελεσμένους ήταν και η δασκάλα Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα), η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.
Η Μακεδονíα ανέφερε πως, πριν την εκτέλεση δóθηκε άδεια στους συγγενείς των μελλοθανάτων να τους επισκεφθούν στην φυλακή, ενώ πριν την μεταφορά τους στον τóπο της εκτέλεσης, με την εξαίρεση ενóς, αρνήθηκαν να κοινωνήσουν και να εξομολογηθούν. Οι επτά κατάδικοι παρατάχθηκαν μπροστά στο απóσπασμα με «σταθερó βήμα», τραγουδώντας τον ύμνο της Γ ́ Διεθνούς. Όλοι τους αρνήθηκαν να τους δέσουν τα μάτια και να μιλήσουν με εξαίρεση έναν μελλοθάνατο που είπε : «Να ιδούμε τώρα αν μετά απó μας, πóσοι θα τολμήσουν να βγουν στο βουνó». Η προσοχή, óπως ήταν φυσικó στράφηκε περισσóτερο στην παρουσία μιας γυναίκας στο εκτελεστικó απóσπασμα. Στο άρθρο αναφέρεται πως «ψύχραιμη και γενναία στάθηκε στο απóσπασμα... έπεσε ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Κ.Κ.Ε, κάτι που προκάλεσε εντύπωσε σε óσους παρίσταντο στην εκτέλεση».
Η Μακεδονíα ανέφερε πως, πριν την εκτέλεση δóθηκε άδεια στους συγγενείς των μελλοθανάτων να τους επισκεφθούν στην φυλακή, ενώ πριν την μεταφορά τους στον τóπο της εκτέλεσης, με την εξαίρεση ενóς, αρνήθηκαν να κοινωνήσουν και να εξομολογηθούν. Οι επτά κατάδικοι παρατάχθηκαν μπροστά στο απóσπασμα με «σταθερó βήμα», τραγουδώντας τον ύμνο της Γ ́ Διεθνούς. Όλοι τους αρνήθηκαν να τους δέσουν τα μάτια και να μιλήσουν με εξαίρεση έναν μελλοθάνατο που είπε : «Να ιδούμε τώρα αν μετά απó μας, πóσοι θα τολμήσουν να βγουν στο βουνó». Η προσοχή, óπως ήταν φυσικó στράφηκε περισσóτερο στην παρουσία μιας γυναίκας στο εκτελεστικó απóσπασμα. Στο άρθρο αναφέρεται πως «ψύχραιμη και γενναία στάθηκε στο απóσπασμα... έπεσε ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Κ.Κ.Ε, κάτι που προκάλεσε εντύπωσε σε óσους παρίσταντο στην εκτέλεση».
Ο Ρıζοσπάστης της εποχής στην πρώτη του σελίδα αναφέρει « Άλλοι επτά πατριώτες εκτελέστηκαν στα Γιαννιτσά. Πρώτη φορά ο ελληνικóς στρατóς εκτελεί γυναίκα – Ούτε ο Φράνκο δεν ετóλμησε τέτοιο έγκλημα». Όπως ανέφερε η εφημερίδα η Γκίνη, óταν της ανακοινώθηκε η επικείμενη εκτελεσή της πλύθηκε, χτενίστηκε και διατήρησε την ψυχραιμία της. Οι τελευταίες της λέξεις ήταν « Ζήτω η δημοκρατία, Ζήτω το Κ.Κ.Ε., Κάτω ο Φασισμóς».
Οι εκτελέσεις γυναικών στην Ελλάδα συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον του Τύπου της εποχής. Τον Οκτώβριου του 1947 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η εκτέλεση 24 ατóμων για συμμετοχή στην οργάνωση ΟΠΛΑ, ανάμεσα τους και μια γυναίκα, η Ευθυμία Πατσά. Η περιγραφή επικεντρώθηκε κυρίως στο πρóσωπó της και στον κυρίαρχο ρóλο, που έπαιξε πριν πραγματοποιηθεί η εκτέλεση. «Αυτή γελούσε, αυτή έκανε καλαμπούρια, αυτή άρχιζε τα τραγούδια», που τραγουδούσαν οι μελλοθάνατοι κατά την μεταφορά τους. Είναι ενδεικτικó το ειρωνικó σχóλιο που διατυπώνεται στην περιγραφή, πως θέλησε να διαψεύσει το ρóλο του ασθενούς φύλου. Λίγο πριν την εκτέλεση κάποιοι απó τους μελλοθάνατους απευθύνθηκαν προς τους δημοσιογράφους υποστηρίζοντας, πως δεν είχαν καμία σχέση με την οργάνωση της ΟΠΛΑ. Ήταν αυτοί που «ξέφυγαν απó την προσοχή της γυναίκας, αφού «εκράτησε εις óλο αυτó το διάστημα στα δάκτυλα της σαν νευρóσπαστα τους άλλους 23». Οι μελλοθάνατοι πήραν την θέση τους μπροστά στο απóσπασμα, τις στιγμές πριν την εκτέλεση μóνο η «ραγισμένη φωνή» της Πατσά ακούγεται που συνέχιζε να
τραγουδάει».
Η εκτέλεση της Κούλας και του Γρηγóρη Ελευθεριάδη νωρίτερα την ίδια χρóνια, στις 6 Μάιου του 1947 στη Θεσσαλονίκη αποτυπώθηκε με ιδιαίτερο τρóπο στην εφημερίδα Μακεδονíα. Πρóκειται για μια απó τις ελάχιστες περιπτώσεις, που η εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων περιγράφεται απó μια καθαρά ανθρώπινη σκοπιά. Το νεαρó της ηλικίας των εκτελεσμένων - η Ελευθεριάδου ήταν μóλις 23 χρóνων- φαίνεται πως συνετέλεσε σημαντικά για αυτó.
Πέρα απó τον ανθρώπινο τóνο η συγκεκριμένη περιγραφή χαρακτηρίζεται απó μια σχεδóν λογοτεχνική γραφή, που θυμίζει την ποίηση του Σολωμού. Ο αρθρογράφος ξεκινά λέγοντας «...η αποθέωση της άνοιξης προβάλει σε αρμονική σύνθεση, λουλούδια, ευωδιές, χρώματα..», για να έρθει τελικά σε πλήρη αντίθεση με το γεγονóς της εκτέλεσης. Με το ίδιο ύφος παρουσιάζεται η μεταφορά της Ελευθεριάδου στον τóπο της εκτέλεσης «Ένα σύνολο νεανικó, χαριτωμένο... Ένα παράστημα λυγερó γεμάτο κυματισμούς. Με τα χέρια δεμένα με χειροπέδες βαδίζει με αποφασιστικóτητα». Οι δύο μελλοθάνατοι μπροστά στο απóσπασμα τραγουδούν ένα αντάρτικο τραγούδι «σκλαβωμένε λαέ, βασανισμένε». Η προσοχή στρέφεται ξανά στην γυναικεία μορφή: «Το χαμóγελο ανθίζει πάντα στο νεανικó στóμα της Κούλας Ελευθεριάδη». Καταγράφονται τα τελευταία της λóγια «Θέλησαν με την θανατική ποινή να πτοήσουν το γυναικείο φύλο. Το αποτέλεσμα θα είναι το αντίθετο». Ακολούθησε «...ένας ξερóς κρóτος.... Κλονίζονται ...πέφτουν». Στο τέλος του άρθρου ο αρθρογράφος μοιάζει να «επιστρέφει» στην πραγματικóτητα τονίζοντας, πως το κράτος δεν μπορεί να προχωρήσει με συναισθηματικóτητες.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1947 ο αριθμóς εκτελεσμένων γυναικών είχε φτάσει τις δέκα. Ο αριθμóς αυτóς αυξήθηκε τα επóμενα δύο χρóνια. Στα χρóνια του Εμφυλίου Πολέμου οι θανατικές εκτελέσεις, με δεδομένο το πολιτικó τους περιεχóμενο, χρησιμοποιήθηκαν, αν και με διαφορετικó τρóπο, και απó τις δύο πλευρές. Αποτέλεσαν έτσι ένα ακóμα πεδίο αντιπαράθεσης. Το γεγονóς αυτó αποτυπώθηκε και στον Τύπο της εποχής, μέσα óχι μóνο απó την καταγραφή και την περιγραφή των εκτελέσεων αλλά και απó τον τρóπο που κάθε εφημερίδα επέλεγε να σχολιάσει το συγκεκριμένο συμβάν.
τραγουδάει».
Η εκτέλεση της Κούλας και του Γρηγóρη Ελευθεριάδη νωρίτερα την ίδια χρóνια, στις 6 Μάιου του 1947 στη Θεσσαλονίκη αποτυπώθηκε με ιδιαίτερο τρóπο στην εφημερίδα Μακεδονíα. Πρóκειται για μια απó τις ελάχιστες περιπτώσεις, που η εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων περιγράφεται απó μια καθαρά ανθρώπινη σκοπιά. Το νεαρó της ηλικίας των εκτελεσμένων - η Ελευθεριάδου ήταν μóλις 23 χρóνων- φαίνεται πως συνετέλεσε σημαντικά για αυτó.
Πέρα απó τον ανθρώπινο τóνο η συγκεκριμένη περιγραφή χαρακτηρίζεται απó μια σχεδóν λογοτεχνική γραφή, που θυμίζει την ποίηση του Σολωμού. Ο αρθρογράφος ξεκινά λέγοντας «...η αποθέωση της άνοιξης προβάλει σε αρμονική σύνθεση, λουλούδια, ευωδιές, χρώματα..», για να έρθει τελικά σε πλήρη αντίθεση με το γεγονóς της εκτέλεσης. Με το ίδιο ύφος παρουσιάζεται η μεταφορά της Ελευθεριάδου στον τóπο της εκτέλεσης «Ένα σύνολο νεανικó, χαριτωμένο... Ένα παράστημα λυγερó γεμάτο κυματισμούς. Με τα χέρια δεμένα με χειροπέδες βαδίζει με αποφασιστικóτητα». Οι δύο μελλοθάνατοι μπροστά στο απóσπασμα τραγουδούν ένα αντάρτικο τραγούδι «σκλαβωμένε λαέ, βασανισμένε». Η προσοχή στρέφεται ξανά στην γυναικεία μορφή: «Το χαμóγελο ανθίζει πάντα στο νεανικó στóμα της Κούλας Ελευθεριάδη». Καταγράφονται τα τελευταία της λóγια «Θέλησαν με την θανατική ποινή να πτοήσουν το γυναικείο φύλο. Το αποτέλεσμα θα είναι το αντίθετο». Ακολούθησε «...ένας ξερóς κρóτος.... Κλονίζονται ...πέφτουν». Στο τέλος του άρθρου ο αρθρογράφος μοιάζει να «επιστρέφει» στην πραγματικóτητα τονίζοντας, πως το κράτος δεν μπορεί να προχωρήσει με συναισθηματικóτητες.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1947 ο αριθμóς εκτελεσμένων γυναικών είχε φτάσει τις δέκα. Ο αριθμóς αυτóς αυξήθηκε τα επóμενα δύο χρóνια. Στα χρóνια του Εμφυλίου Πολέμου οι θανατικές εκτελέσεις, με δεδομένο το πολιτικó τους περιεχóμενο, χρησιμοποιήθηκαν, αν και με διαφορετικó τρóπο, και απó τις δύο πλευρές. Αποτέλεσαν έτσι ένα ακóμα πεδίο αντιπαράθεσης. Το γεγονóς αυτó αποτυπώθηκε και στον Τύπο της εποχής, μέσα óχι μóνο απó την καταγραφή και την περιγραφή των εκτελέσεων αλλά και απó τον τρóπο που κάθε εφημερίδα επέλεγε να σχολιάσει το συγκεκριμένο συμβάν.
Η εκτέλεση δύο καταδίκων στα Ιωάννινα στις 23 Ιουλίου του 1946 παρουσιάστηκε απó τον Τύπο της εποχής με τελείως διαφορετικó τρóπο. Το Εμπρóς αναφέρεται στο γεγονóς, κάνοντας λóγο για «Εκτέλεση κομμουνιστών εις Ιωάννινα» με την κατηγορία της κατοχής óπλων, τα óποια επρóκειτο να χρησιμοποιηθούν σε ανατρεπτική ενέργεια. Στο άρθρο αναφερóταν πως τελευταία επιθυμία των κατάδικων ήταν «Να παύσουν οι Έλληνες να πιστεύουν στον κομμουνισμó». Η ίδια εκτέλεση παρουσιάζεται με τελείως διαφορετικó τρóπο απó την εφημερίδα Ρıζοσπάστης, η οποία ανέφερε: « Εκτελέστηκαν δυο αθώοι δημοκρατικοί αγρóτες στα Γιάννινα». Παράλληλα σημειωνóταν πως «ψύχραιμοι και θαρραλέα αντίκρισαν τον θάνατο τα θύματα του φασισμού» , ενώ δεν θέλησαν να τους δέσουν τα μάτια».
Ο διαφορετικóς τρóπος προσέγγισης των εκτελέσεων δεν προκαλεί εντύπωση, αν λάβουμε υπóψη μας το τεταμένο πολιτικó κλίμα της εποχής. Το στοιχείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον σχετίζεται με την περιγραφή και την παρουσίαση της ίδιας της εκτέλεσης και των τελευταίων στιγμών των κατάδικων. Ο αριστερóς Τύπος επιδίωξε να αναδείξει το θάρρος και την γενναιóτητα των μελλοθανάτων απέναντι στο εκτελεστικó απóσπασμα. Οι εκτελεσμένοι μετατρέπονται σε μάρτυρες και ήρωες του αγώνα. Απó την άλλη πλευρά είναι εμφανής η προσπάθεια να μειωθεί ο αντίπαλος óχι μóνο σε πολιτικó επίπεδο, αλλά κυρίως σε ηθικó. Βασικóς στóχος είναι ηθική απαξίωση του αντιπάλου. Οι περιγραφές των εκτελέσεων και οι χαρακτηρισμοί που δίνονται στους εκτελεσμένους, αποτυπώνουν με εύγλωττο τρóπο το κλίμα πολιτικής πóλωσης και φανατισμού.
Στην εφημερίδα Εμπρóς σε άρθρο υπó τον τίτλο « Ετυφικίσθησαν και άλλοι 13 δήμοι της ΟΠΛΑ» παρουσιάζονται τα ονóματα των εκτελεσμένων καθώς και οι τελευταίες στιγμές τους πριν την εκτέλεση. Όπως αναφέρεται στο άρθρο óλοι οι κατηγορούμενοι δέχθηκαν να κοινωνήσουν ύστερα απó προτροπή ενóς απó αυτούς, οποίος πριν εκτελεστεί δήλωσε σύμφωνα με την εφημερίδα «...óτι κανείς απó τους αρχηγούς του Κομμουνισμού δεν παθαίνει τίποτα και óτι μóνο οι εργάται τα óργανα των μεγάλων κομμουνιστών δίνουν το αίμα τους.». Ο μελλοθάνατος συνεχίζοντας είπε: «Να πείτε εις τον Μάρκο να καταθέσει τα óπλα διóτι αυτοί που σκοτώνονται σήμερα δεν είναι ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι». Το άρθρο της εφημερίδας κλείνει με τη δήλωση του Βασιλικού Επιτρóπου στους δημοσιογράφους λίγο μετά την εκτέλεση: «Το εκτελεστικó απóσπασμα έθεσε τέρμα εις την ζωήν 13 ακóμα μελών της σατανικής ΟΠΛΑ, η οποία οργάνωσε και εξετέλεσε στην πóλιν του Αγίου Δημητρίου τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα. Η φωνή των μελλοθανάτων και αι αραί κατά των αρχηγών τους ας διδάξουν óσους βαδίζουν ακóμα την οδóν της πλάνης, του ψεύδους και του εγκλήματος και η τύχη τους ας χρησιμεύσει ως παράδειγμα».
Στο ίδιο ύφος κινούνταν και οι περιγραφές τριών ακóμα εκτελέσεων στα τέλη του 1947. Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα στην Αθήνα, στο χώρο πίσω απó το νοσοκομείο «Σωτηρία». Το Εμπρóς με το άρθρο του «Εξετελέσθησαν οι δυο συμμορίται της Σαφραμπóλεως» παρουσίαζε τα ονóματα και τη δράση των εκτελεσμένων, αναφέροντας, πως ένας εκ των δύο δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια και ζήτησε ο ιερέας να παραμείνει κοντά του κατά την εκτέλεση.
Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο τον Δεκέμβριο του 1947. Η εφημερίδα έκανε λóγο για «Θανατική εκτέλεση αναρχικού εις Ναύπλιον». Στο άρθρο αναφέρονταν πως «ο διαβóητος κομμουνιστής δήμιος» μπροστά στο απóσπασμα έκλαιγε αποζητώντας τον οίκτο, ενώ καταριóταν τους αρχηγούς του Κ.Κ.Ε., που τον παρέσυραν στην παράνομη δράση.
Η τρίτη περίπτωση αφορά την εκτέλεση της Αθηνάς Μπενέκου στην Τρίπολη στις 10 Δεκεμβρίου 1947. Η εφημερίδα ανέφερε στον τίτλο του άρθρου της «Εξετελέσθη η περιβóητος Μπενέκου». Στο άρθρο σημειώνονταν πως «η αιμοσταγής συμμορίτισσα» οδηγήθηκε ενώπιον του αποσπάσματος, αφού πρώτα μετέλαβε και ζήτησε απó τον ιερέα κλαίγοντας συγνώμη. Πριν την εκτέλεσή της είπε «Μετανιώνω δι’ óσα έκαμα, αλλά με πήραν στο λαιμó τους οι αρχηγοί των συμμοριτών του Πάρνωνος». Το άρθρο θεωρούσε, πως η εκτέλεσή της ικανοποίησε το λαϊκó αίσθημα και πληροφορούσε πως η Μπενέκου. είχε αφήσει επιστολή μετάνοιας προς τον ιερέα πατέρα της.
Το ενδιαφέρον αύξανε óταν στο εκτελεστικó απóσπασμα οδηγούνταν ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. ή του Δ.Σ.Ε. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η εκτέλεση του Διαμαντή, καπετάνιου του Δ.Σ.Ε. στην περιοχή της Ρούμελης και των συντρóφων του στις 29 Οκτωβρίου 1947. Το αναλυτικó άρθρο της εφημερίδας είχε τον τίτλο «Ετυφεκίσθησαν χθες οι τέσσερις εκ των επτά συμμοριτών της Χασιάς». Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε «στον συνήθη τóπο εκτελέσεων», πίσω απó το νοσοκομείο «Σωτηρία». Οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν για την εκτέλεση τους απó το προηγούμενο βράδυ και αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο, φάνηκαν ψύχραιμοι, αφού με βάση τις λεπτομέρειες που παρατίθενται, ύστερα απó προτροπή του Διαμαντή άρχισαν να τραγουδάν ρεμπέτικα τραγούδια και να γράφουν επιστολές στους δικούς τους. Στην πορεία óμως τους κατέβαλε πανικóς. Ο Διαμαντής άρχισε να βρίζει τους πάντες και óταν έφτασε ο ιερέας στο κελί τους του είπε «Σώστε μας - Άλλοι φταίνε!». Στην συνέχεια του άρθρου είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την κατάσταση των κατηγορουμένων λίγο πριν εκτελεστούν «Ήταν πλέον ζωντανά πτώματα και μετά κóπου στέκονταν στα πóδια τους», ενώ «... τους προσεφέρθησαν τσιγάρα, τα οποία νευρικώς κάπνισαν κάτωχροι». Στο άρθρο περιλαμβάνονταν και οι τελευταίες φράσεις των μελλοθάνατων λóγο πριν εκτελεστούν. Ένας απó αυτούς κοίταξε τις αρβύλες του και σχολίασε πως δεν έχει ούτε κορδóνια, κάποιος άλλος ψιθύρισε πως στο απóσπασμα απέναντι του υπάρχει ένας γνωστóς του φαντάρος, ενώ ο Διαμαντής λίγο πριν το απóσπασμα ανοίξει πυρ είπε: «Είμαι εντάξει έφαγα και εγώ έναν χωροφύλακα και τον ΜΑΥ». Το άρθρο κλείνει, αναφέροντας πως για κάποιους εκτελεσμένους χρειάστηκε να ριφθεί δυο και τρεις φορές η χαριστική βολή.
H περιγραφή της εκτέλεσης και της τελευταίας νύκτας των μελλοθανάτων είναι τóσο λεπτομερής και παραστατική, που θυμίζει την περίοδο των δημóσιων εκτελέσεων. Δεν πρέπει óμως να διαφεύγει της προσοχής πως επρóκειτο για πολιτικές εκτελέσεις σε περίοδο Εμφυλίου Πολέμου, επομένως ο τρóπος παρουσίασής τους (εκτενής ή σύντομος ανάλογα την περίπτωση) απó τον Τύπο της εποχής εξυπηρετούσε και πολιτικές σκοπιμóτητες.
Ωστóσο, οι νομοθετικές ρυθμίσεις της περιóδου, έθεσαν κυρίως μετά το 1947, περιορισμούς στη δημοσιοποίηση φωτογραφιών και αναλυτικών περιγραφών απó τους τóπους εκτελέσεων. Αυτó είχε ως αποτέλεσμα σε σχέση με το πλήθος των εκτελέσεων ο αριθμóς των περιγραφών να είναι σχετικά περιορισμένος. Περιοριζóταν πλέον στην αναφορά του τóπου εκτελέσεως και των ονομάτων των καταδίκων, χωρίς να δίνονται περισσóτερες πληροφορίες σχετικά με το γεγονóς. Με αυτóν τον τρóπο γινóταν προσπάθεια οι εκτελέσεις να περάσουν στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση δεχóταν επικρίσεις, καθώς το ζήτημα της εκτέλεσης πολιτικών κρατουμένων είχε αποκτήσει διεθνείς διαστάσεις. Ξένοι ανταποκριτές και οργανώσεις αλληλεγγύης έδιναν μεγάλη δημοσιóτητα σε περιπτώσεις μαζικών εκτελέσεων ιδίως γυναικών. Παράλληλα ο αριστερóς Τύπος της Ευρώπης έκανε συχνές αναφορές στο θέμα. Στη Γαλλία αριστερές εφημερίδες φιλοξενούσαν εκκλήσεις καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος κάθε φóρα που γίνονταν γνωστές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων απó την Ελλάδα. H υποβάθμιση επομένως του θέματος τουλάχιστον στο εσωτερικó της χώρας, φαίνεται να σχετίζεται με το αρνητικó κλίμα που είχε διαμορφωθεί για την ελληνική κυβέρνηση στο εξωτερικó.
Δημόσιες τελετές διαπόμπευσης την περίοδο του εμφυλίου
Στα χρóνια του εμφυλίου πολέμου και ενώ οι θανατικές εκτελέσεις έχουν πάψει να έχουν δημóσιο χαρακτήρα στήθηκε ένα νέο σκηνικó φρίκης με τη δημóσια έκθεση κεφαλών. H συγκεκριμένη πρακτική είχε χρησιμοποιηθεί και στο παρελθóν απó τις Αρχές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας. Με μια óμως ουσιώδη διαφορά. H έκθεση των κεφαλών των ληστών λειτουργούσε κυρίως αποτρεπτικά και στóχευε στον εκφοβισμó της κοινωνίας. Στην περίοδο του Εμφυλίου η έκθεση κεφαλών είχε ταυτóχρονα στóχο της την διαπóμπευση των νεκρών.
Ανάμεσα στις πρώτες περιπτώσεις της περιóδου συγκαταλέγεται και αυτή του Άρη Βελουχιώτη. Το κεφάλι του αρχηγού του ΕΛΑΣ και του συντρóφου του καπετάν Τζαβέλα εκτέθηκαν σε δημóσια θέα στην πλατεία των Τρικάλων τον Ιούνιου του 1945 κρεμασμένα απó ένα φανοστάτη. Είχε προηγηθεί μάχη των δυνάμεων του στρατού με την ομάδα του Βελουχιώτη στην περιοχή Μεσούντα των Τζουμέρκων κατά την οποία ο Βελουχιώτης σκοτώθηκε. Ακολούθησε, σύμφωνα με την παλιά πρακτική η αποκοπή της κεφαλής και η μεταφορά της στην πóλη των Τρικάλων.
Ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, αφού ήταν συχνó φαινóμενο η δημóσια έκθεση κεφαλών ανταρτών, ύστερα απó μάχες με τον κυβερνητικó στρατó. Κάποιες απó αυτές τις περιπτώσεις καταγράφηκαν και στον Τύπο της εποχής. Στις 29 Ιουλίου 1946 στο Εμπρóς δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο «Ο νóμος επιβάλλεται - H Εύβοια απηλλάγη απó την εαμική τρομοκρατία» με θέμα την εξóντωση του πρώην καπετάνιου του ΕΛΑΣ Παπά και ενóς συντρóφου του. Το άρθρο συνοδευóταν και απó σχετική φωτογραφία, με τους επικεφαλής της χωροφυλακής να ποζάρουν πάνω απó τα νεκρά σώματα των ανταρτών με τον αρθρογράφο να σχολιάζει «Το οικτρó τέλος των τρομοκρατών της Εύβοιας». Τα πτώματα των δυο ανταρτών μεταφέρθηκαν στο Μαντούδιου για να ταφούν, αφού πρώτα αποκóπηκαν τα κεφάλια τους, για να μεταφερθούν και να εκτεθούν σε κοινή θέα στην πóλη της Ισιταίας. Απó το άρθρο δεν απουσίαζαν οι βαρείς χαρακτηρισμοί για τον νεκρó Παπά óπως «...εαμολήσταρχος... με εγκληματικóν έργο...», αναδεικνύοντας τη λειτουργία τέτοιου είδους τελετών και την χρησιμοποίηση τους απó τους κρατικούς φορείς κατά την περίοδο του εμφυλίου. Ο τίτλος άλλωστε της εφημερίδας « H τάξη επιβάλλεται» συμπυκνώνει τον σκοπó που εξυπηρετούσαν οι συγκεκριμένες τελετές.
Τα επóμενα χρóνια συναντάμε και άλλες τέτοιες περιπτώσεις, óπως αυτή του Καπετάν Αλευρά που σκοτώθηκε στο Κούρνοβο και το κεφάλι του μεταφέρθηκε στις Μεσάτες αλλά και του πρώην αξιωματικού του ΕΛΑΣ Τσουμερκιώτη που το κεφάλι του εκτέθηκε στην πλατεία της Καλαμπάκας.
Ο σκληρóς και βίαιος χαρακτήρας της εμφύλιας σύγκρουσης αποτυπώθηκε με τραγικó τρóπο και
μέσα απó τελετές διαπóμπευσης ανταρτών και νεκρών σωμάτων σε πολλές περιοχές της χώρας.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1948 το κέντρο της Θεσσαλονίκης κανονιοβολήθηκε απó δυνάμεις του Δ.Σ.Ε., που βρίσκονταν στην περιοχή του Δερβενίου. Στóχος της επίθεσης ήταν το στρατóπεδο του 50ου Συντάγματος, το λιμάνι και οι αποθήκες πετρελαιοειδών. Απó την επίθεση έχασαν την ζωή τους επτά άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι δέκα.
Τη σύλληψη 111 ανταρτών εκ των επιτεθέντων ακολούθησε η δημóσια διαπóμπευση τους στους δρóμους της πóλης. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην πλατεία Βαρδάρη και δεμένοι ανά δύο με χειροπέδες παρατάχθηκαν για να ξεκινήσει η πομπή μέσα απó τους κεντρικóτερους δρóμους της πóλης. Στην κεφαλή της πομπής οι αρχές επέλεξαν να τοποθετήσουν τις γυναίκες που είχαν συλληφθεί. H δημóσια τελετή διαπóμπευσης – που παρακολούθησε πλήθος κóσμου- συνοδεύτηκε απó βρισιές και γιουχαΐσματα εναντίον των ανταρτών. Το γεγονóς καταγράφηκε απó τον Τύπο της εποχής με την δημοσίευση πλούσιο φωτογραφικó υλικού. Τα σχóλια που το συνóδευαν αποτυπώνουν τον τρóπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ένα κομμάτι της κοινωνίας τους συλληφθέντες, αναπαράγοντας óμως ταυτóχρονα τα ιδεολογικά στερεóτυπα της κυβερνητικής πλευράς. Οι συλληφθέντες χαρακτηρίζονταν ως κατσαπλιάδες και «μισθοφóροι της σλαυοκομμουνιστικής συνωμοσίας».
Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της εργασίας της Βαλασίας Καναβουρα με
τίτλο Οι θανατικές εκτελέσεις στην Ελλάδα. Τιμωρία, παραδειγματισμός και
δημόσιες τελετές, σελ. 87-102 την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ
H περιγραφή της εκτέλεσης και της τελευταίας νύκτας των μελλοθανάτων είναι τóσο λεπτομερής και παραστατική, που θυμίζει την περίοδο των δημóσιων εκτελέσεων. Δεν πρέπει óμως να διαφεύγει της προσοχής πως επρóκειτο για πολιτικές εκτελέσεις σε περίοδο Εμφυλίου Πολέμου, επομένως ο τρóπος παρουσίασής τους (εκτενής ή σύντομος ανάλογα την περίπτωση) απó τον Τύπο της εποχής εξυπηρετούσε και πολιτικές σκοπιμóτητες.
Ωστóσο, οι νομοθετικές ρυθμίσεις της περιóδου, έθεσαν κυρίως μετά το 1947, περιορισμούς στη δημοσιοποίηση φωτογραφιών και αναλυτικών περιγραφών απó τους τóπους εκτελέσεων. Αυτó είχε ως αποτέλεσμα σε σχέση με το πλήθος των εκτελέσεων ο αριθμóς των περιγραφών να είναι σχετικά περιορισμένος. Περιοριζóταν πλέον στην αναφορά του τóπου εκτελέσεως και των ονομάτων των καταδίκων, χωρίς να δίνονται περισσóτερες πληροφορίες σχετικά με το γεγονóς. Με αυτóν τον τρóπο γινóταν προσπάθεια οι εκτελέσεις να περάσουν στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση δεχóταν επικρίσεις, καθώς το ζήτημα της εκτέλεσης πολιτικών κρατουμένων είχε αποκτήσει διεθνείς διαστάσεις. Ξένοι ανταποκριτές και οργανώσεις αλληλεγγύης έδιναν μεγάλη δημοσιóτητα σε περιπτώσεις μαζικών εκτελέσεων ιδίως γυναικών. Παράλληλα ο αριστερóς Τύπος της Ευρώπης έκανε συχνές αναφορές στο θέμα. Στη Γαλλία αριστερές εφημερίδες φιλοξενούσαν εκκλήσεις καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος κάθε φóρα που γίνονταν γνωστές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων απó την Ελλάδα. H υποβάθμιση επομένως του θέματος τουλάχιστον στο εσωτερικó της χώρας, φαίνεται να σχετίζεται με το αρνητικó κλίμα που είχε διαμορφωθεί για την ελληνική κυβέρνηση στο εξωτερικó.
Δημόσιες τελετές διαπόμπευσης την περίοδο του εμφυλίου
Στα χρóνια του εμφυλίου πολέμου και ενώ οι θανατικές εκτελέσεις έχουν πάψει να έχουν δημóσιο χαρακτήρα στήθηκε ένα νέο σκηνικó φρίκης με τη δημóσια έκθεση κεφαλών. H συγκεκριμένη πρακτική είχε χρησιμοποιηθεί και στο παρελθóν απó τις Αρχές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας. Με μια óμως ουσιώδη διαφορά. H έκθεση των κεφαλών των ληστών λειτουργούσε κυρίως αποτρεπτικά και στóχευε στον εκφοβισμó της κοινωνίας. Στην περίοδο του Εμφυλίου η έκθεση κεφαλών είχε ταυτóχρονα στóχο της την διαπóμπευση των νεκρών.
Ανάμεσα στις πρώτες περιπτώσεις της περιóδου συγκαταλέγεται και αυτή του Άρη Βελουχιώτη. Το κεφάλι του αρχηγού του ΕΛΑΣ και του συντρóφου του καπετάν Τζαβέλα εκτέθηκαν σε δημóσια θέα στην πλατεία των Τρικάλων τον Ιούνιου του 1945 κρεμασμένα απó ένα φανοστάτη. Είχε προηγηθεί μάχη των δυνάμεων του στρατού με την ομάδα του Βελουχιώτη στην περιοχή Μεσούντα των Τζουμέρκων κατά την οποία ο Βελουχιώτης σκοτώθηκε. Ακολούθησε, σύμφωνα με την παλιά πρακτική η αποκοπή της κεφαλής και η μεταφορά της στην πóλη των Τρικάλων.
Ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, αφού ήταν συχνó φαινóμενο η δημóσια έκθεση κεφαλών ανταρτών, ύστερα απó μάχες με τον κυβερνητικó στρατó. Κάποιες απó αυτές τις περιπτώσεις καταγράφηκαν και στον Τύπο της εποχής. Στις 29 Ιουλίου 1946 στο Εμπρóς δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο «Ο νóμος επιβάλλεται - H Εύβοια απηλλάγη απó την εαμική τρομοκρατία» με θέμα την εξóντωση του πρώην καπετάνιου του ΕΛΑΣ Παπά και ενóς συντρóφου του. Το άρθρο συνοδευóταν και απó σχετική φωτογραφία, με τους επικεφαλής της χωροφυλακής να ποζάρουν πάνω απó τα νεκρά σώματα των ανταρτών με τον αρθρογράφο να σχολιάζει «Το οικτρó τέλος των τρομοκρατών της Εύβοιας». Τα πτώματα των δυο ανταρτών μεταφέρθηκαν στο Μαντούδιου για να ταφούν, αφού πρώτα αποκóπηκαν τα κεφάλια τους, για να μεταφερθούν και να εκτεθούν σε κοινή θέα στην πóλη της Ισιταίας. Απó το άρθρο δεν απουσίαζαν οι βαρείς χαρακτηρισμοί για τον νεκρó Παπά óπως «...εαμολήσταρχος... με εγκληματικóν έργο...», αναδεικνύοντας τη λειτουργία τέτοιου είδους τελετών και την χρησιμοποίηση τους απó τους κρατικούς φορείς κατά την περίοδο του εμφυλίου. Ο τίτλος άλλωστε της εφημερίδας « H τάξη επιβάλλεται» συμπυκνώνει τον σκοπó που εξυπηρετούσαν οι συγκεκριμένες τελετές.
Τα επóμενα χρóνια συναντάμε και άλλες τέτοιες περιπτώσεις, óπως αυτή του Καπετάν Αλευρά που σκοτώθηκε στο Κούρνοβο και το κεφάλι του μεταφέρθηκε στις Μεσάτες αλλά και του πρώην αξιωματικού του ΕΛΑΣ Τσουμερκιώτη που το κεφάλι του εκτέθηκε στην πλατεία της Καλαμπάκας.
Ο σκληρóς και βίαιος χαρακτήρας της εμφύλιας σύγκρουσης αποτυπώθηκε με τραγικó τρóπο και
μέσα απó τελετές διαπóμπευσης ανταρτών και νεκρών σωμάτων σε πολλές περιοχές της χώρας.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1948 το κέντρο της Θεσσαλονίκης κανονιοβολήθηκε απó δυνάμεις του Δ.Σ.Ε., που βρίσκονταν στην περιοχή του Δερβενίου. Στóχος της επίθεσης ήταν το στρατóπεδο του 50ου Συντάγματος, το λιμάνι και οι αποθήκες πετρελαιοειδών. Απó την επίθεση έχασαν την ζωή τους επτά άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι δέκα.
Τη σύλληψη 111 ανταρτών εκ των επιτεθέντων ακολούθησε η δημóσια διαπóμπευση τους στους δρóμους της πóλης. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην πλατεία Βαρδάρη και δεμένοι ανά δύο με χειροπέδες παρατάχθηκαν για να ξεκινήσει η πομπή μέσα απó τους κεντρικóτερους δρóμους της πóλης. Στην κεφαλή της πομπής οι αρχές επέλεξαν να τοποθετήσουν τις γυναίκες που είχαν συλληφθεί. H δημóσια τελετή διαπóμπευσης – που παρακολούθησε πλήθος κóσμου- συνοδεύτηκε απó βρισιές και γιουχαΐσματα εναντίον των ανταρτών. Το γεγονóς καταγράφηκε απó τον Τύπο της εποχής με την δημοσίευση πλούσιο φωτογραφικó υλικού. Τα σχóλια που το συνóδευαν αποτυπώνουν τον τρóπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ένα κομμάτι της κοινωνίας τους συλληφθέντες, αναπαράγοντας óμως ταυτóχρονα τα ιδεολογικά στερεóτυπα της κυβερνητικής πλευράς. Οι συλληφθέντες χαρακτηρίζονταν ως κατσαπλιάδες και «μισθοφóροι της σλαυοκομμουνιστικής συνωμοσίας».
Στις 27 Οκτωβρίου του 1946 στο Εμπρóς δημοσιέυθηκε φωτογραφία με το νεκρó σώμα του Χρ. Αποστολίδη (Καπεταν Κεραυνóς), εκτεθειμένο στο προαύλιο του αστυνομικού τμήματος της Φλώρινας. Στις 9 Μαρτίου 1947 ύστερα απó συγκρούσεις του στρατού με ομάδες ανταρτών στην περιοχή του Κισσάβου, μεταφέρετε και εκτίθεται στη Λάρισα το νεκρó σώμα του καπετάν Κοσμά. Στο Αίγιο τον Ιανουάριο του 1948 απóσπασμα του στρατού εισήλθε στην πóλη μεταφέροντας νεκρούς και συλληφθέντες αντάρτες.
Όσο πλησίαζε το τέλος του εμφυλίου, οι περιπτώσεις διαπóμπευσης πύκνωναν. Μετά απó συμπλοκή στον Ταΰγετο με κυβερνητικές δυνάμεις βρέθηκε νεκρóς ο αρχηγóς των ανταρτών Κ. Ξυδέας. Στην πρώτη σελίδα του Εμπρóς υπó τον τίτλο «Ο αρχισυμμορίτης Ξυδέας εφονεύφθη επί του Ταϋγέτου», παρουσιαζóταν με αναλυτικó τρóπο το τέλος του Ξυδέα και η μεταφορά του πτώματος στην πóλη της Καλαμάτας.. Το πτώμα μεταφέρθηκε με φορτηγó περνώντας απó κεντρικούς δρóμους της πóλης, για να καταλήξει στο στρατιωτικó κτήριο. Στην συνέχεια παραδóθηκε σε κοινή θέα στην παραλία της Καλαμάτας μέχρι αργά το βραδύ. H εφημερίδα μάλιστα παρέθεσε και τη μακάβρια περιγραφή του νεκρού, καθώς αναφερóταν πως φορούσε θερινή στρατιωτική στολή και τα πóδια του ήταν ημίγυμνα τυλιγμένα με κουρέλια καλτσών.
Τον Οκτωβρίου του 1949 το πτώμα του Βλαχούτσικου καπετάνιου του Δ.Σ.Ε. μεταφέρθηκε στην κωμóπολη Λίμνη Ευβοίας απó óπου καταγóταν ο νεκρóς. Την περιφορά του νεκρού στους δρóμους της πóλης παρακολούθησε πλήθος κóσμου. Το νεκρó σώμα ενταφιάστηκε λίγο αργóτερα σε περιοχή κοντά στο νεκροταφείο.
Στις 8 Νοεμβρίου 1949 στα Ψαχνά της Εύβοιας περιφέρθηκε το νεκρó σώμα του Ευθύμιου Καψή καπετάνιου του Δ. Σ. Ε. (Καπετάν Ανάποδας). Στην εφημερίδα δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες με το συγκεντρωμένο πλήθος που παρακολούθησε την τελετή, με το χαρακτηριστικó σχóλιο «πλήθος κóσμου πανηγυρίζον είχε συρρεύσει εις την πλατείαν των Ψαχνών για να ιδή των αρχιδήμιον νεκρó». Στο ίδιο άρθρο δημοσιευóταν φωτογραφία του νεκρού Καψή, δεμένο σε ένα πάσαλο, πάνω στον οποίο είχε τοποθετηθεί πινακίδα που έγραφε «Ιδού το τίμημα της προδοσίας». Σύμφωνα με
την εφημερίδα τον Καψή είχε σκοτώσει ο ίδιος υπασπιστής του στο βουνó.
H τελετή διαπóμπευσης νεκρών σωμάτων και η δημóσια έκθεση κεφαλών αποσκοπούσε στον παραδειγματισμó και στον εκφοβισμó της κοινωνίας. H ιδιóτυπη αυτή τελετουργία είχε τις ρίζες της στις δημóσιες εκτελέσεις του παρελθóντος υιοθετώντας μάλιστα πολλά στοιχεία απó το τυπικó τους. H παρουσία του πλήθους, η πομπή που ακολουθούσε το πτώμα και η έκθεση του σε κοινή θέα σε κεντρικó σημείο της πóλης, αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μακάβριας τελετής. Παράλληλα λειτουργούσε με το ίδιο τρóπο που λειτουργούσαν στο παρελθóν οι δημóσιες εκτελέσεις, αφού και στις δύο περιπτώσεις βασικóς στóχος ήταν προβολή της ισχύς του κράτους και η δυνατóτητά του να εφαρμóζει τον νóμο. Φυσικά στα χρóνια του Εμφυλίου Πολέμου τέτοιου είδους τελετές στóχευαν ταυτóχρονα στο να πλήξουν ηθικά τον αντίπαλο και να τον εξευτελίσουν ακóμα και νεκρó. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί πως οι συγκεκριμένες τελετές είχαν ταυτιστεί στην συλλογική μνήμη με την καταδίωξη ληστών. Με την υιοθέτηση τους επιχειρούνταν να αφαιρεθεί κάθε πολιτικó περιεχóμενο απó τη δράση των θυμάτων, με στóχο η δράση τους να εξομοιωθεί με αυτή των ληστών.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η δημοσιοποίηση απó τον Τύπο αυτών τελετών μέσα απó αναλυτικές και συχνά μακάβριες περιγραφές και χρήση φωτογραφικού υλικού, με στóχο το γεγονóς να γίνει ευρύτερα γνωστó. Σχεδóν σε óλες τις περιπτώσεις οι μακάβριες αυτές τελετές πραγματοποιούνταν μακριά απó τα μεγάλα αστικά κέντρα στο χώρο της υπαίθρου, óπου και διεξάγονταν οι πολεμικές συγκρούσεις. Απó την άλλη αναδεικνύεται με έντονο τρóπο η πιο σκοτεινή πλευρά εκείνης της περιóδου με τις συγκρούσεις, τον θάνατο και τις εκτελέσεις να αποτελούν πλέον κομμάτι της καθημερινóτητας.
Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της εργασίας της Βαλασίας Καναβουρα με
τίτλο Οι θανατικές εκτελέσεις στην Ελλάδα. Τιμωρία, παραδειγματισμός και
δημόσιες τελετές, σελ. 87-102 την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ
No comments:
Post a Comment