Tuesday, October 14, 2014

Ιστορίες της ξενητιάς..Άλλοι στα ορυχεία κι άλλοι στα μνήματα!!

Γράφει ο
ΘΥΜΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Όταν πριν τριάντα χρόνια,αποχαιρέτησε τη μάνα του ο Νίκος κι΄έφυγε
για την ξενιτιά,ποτέ του δεν πίστευε πως δε θα ξανάβλεπε τη μάνα του και
τον αρρωστιάρη πατέρα του...
Φτάνοντας στην Αυστραλία,μπήκε αμέσως στην παλαίστρα τηςζωής,δυ-
νατός και αποφασισμένος να πετύχει και να νικήσει για χάρη της μάνας και
του πατέρα.Στην αρχή έγραφε και λάβαινε γράμματα σχεδόν κάθε μήνα...
Λίγους μήνες μετά τον ερχομό του ,μαζί με άλλους δυο-τρεις φίλους ξεχύ-
θηκαν στις κοκκινόχρωμες ερημιές του Κόπα μπίτι,κι έσκαβαν τα σκληρά
χώματα μήπως κι η τύχη τους χαμογελάσει και τους χαρίσει κάποιο όπαλ
αξίας,έτσι ώστε να ξαναγυρίσουν πιο γρήγορα στην πατρίδα...
Ο Νίκος τις νύχτες -στο σκοροφαγωμένο ράντζο που ξάπλωνε,συλλογιζόταν τους δικούς του,και πάντα έλεγε μέσα του:
"Δεν πρέπει να χάσω το θάρρος μου κι απελπιστώ...Κάποια στιγμή η τύχη
θα μου χαμογελάσει και θα γυρίσω στους δικούς μου νικητής και θριαμβευτής,,,"
Όλο τον καιρό που έσκαβαν η τύχη δεν τους έκανε τη χάρη να βρουν κά-
τι σημαντικό. Κάτι φτηνά οπάλια ,ίσια για τα έξοδά τους έβρισκαν...
Τα χρόνια περνούσαν,τα γράμματα αραίωναν, ώσπου κάποια μέρα σταμάτησαν,και ο Νίκος δεν λάβαινε νέα απ΄τους δικούς του.Είχε τρελαθεί,
δεν άντεχε άλλο. Η μόνη διέξοδος γι΄αυτόν ήταν να τα παρατήσει όλα και
να γυρίσει στο χωριό του...
Ένα μεσημέρι βγήκε απ΄την τρύπα των δεκαπέντε μέτρων βάθους,και
έτσι αναστατωμένος όπως ήταν,πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Ελλά-δα να δει τους γέρους γονείς του...
Ήταν ντάλα μεσημέρι, Ιούλης μήνας όταν έφτασε στο μικρό χωριό του κάπου εκεί στην ορεινή Αρκαδία, και αμέσως έτρεξε στη μικρή χαμοκέλα.
Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά,ακανόνιστα,το κεφάλι του βούιζε... Χτύπησε
δυνατά την πόρτα,περίμενε λίγο και ξαναχτύπησε φωνάζοντας:"Μάνα,Μάνα
δεν πήρε απόκριση.Κανείς δεν άνοιγε....
Η γειτόνισσα, η γρια Ελένη ,άκουσε τις φωνές και βγήκε στο παράθυρο.
Δεν τον αναγνώρισε, Τον ρώτησε ποιός είναι ... " Ο Νίκος είμαι της είπε
κομπιασμένα..."
" Άργησες " του είπε. "Φύγανε και οι δυο μαζί."
"Πότε ;" είπε τρομαγμένος"
"Πάνε ίσαμε δυο χρόνια τώρα ...Εκεί στήσανε το κονάκι τους..."
"Που πήγανε θεια Ελένη,να χαρείς πες μου που πήγανε;"
"Δεν πήγανε μακριά παιδάκι μου,εδώ κοντά είναι,πέντε λεπτά δρόμο..."
"Κατά που,θειά Ελένη,κατά που,πες μου γρήγορα,βιάζουμε,θέλω να πάω
να τους δω..."Για μια στιγμή αναθάρρησε,ελπίδα άναψε στο στήθος του.
" Να πάρεις αυτό το μονοπάτι,προς τ΄αμπέλια του παπά...τα θυμάσε; Μα
περίμενε ένα λεπτό να σου δώσω κάτι να πας στη μάνα σου,να μην πας με
άδεια χέρια... εμένα δε με βαστάνε τα πόδια μου να πηγαίνω τακτικά και θα
μου κρατάει παράπονο η καψερή... Έκοψε μερικά κόκκινα τριαντάφυλλα
και τα έδωσε στο Νίκο...Να της τα δώσεις...κανείς δεν τα έχει μυρίσει ακόμα...
Αμέσως,πήρε το μονοπάτι που πήγαινε προς τ΄αμπέλια του παπά,με
ανάμικτα αισθήματα χαράς και φόβου μαζί.Όταν κοντοζύγωσε μέσα απ΄τα φυλλώματα έβλεπε μια ασπρίλα,που δεν έμοιαζε με γειτονιά,ούτε με σπίτια.
Δεν μπορούσε να καταλάβει... που τον έστελνε η θειά Ελένη.Προχώρησε,
πλησίασε,μα άξαφνα κόπηκαν τα πόδια του.Σταμάτησε για λίγο η καρδιά του και σωριάστηκε στο χώμα...
Μνήματα και σταυροί.Νεκροταφείο ήτανε μπροστά του ...
Ήταν το νέο νεκροταφείο του χωριού που το έφτιαξαν μετά το φευγιό του
στην ξενιτιά...
Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος όταν ο Νίκος αισθάνθηκε σκουντήγματα στην πλάτη του ,έτσι όπως ήταν στα μπρούμυτα πεσμένος. Ανασήκωσε το κεφάλι του και μέσα στη ζάλη του,είδε τη θειά Ελένη πάνω του να τον κοιτάζει...
Φαίνεται ,από περιέργεια ,ή μπορεί και να ανησύχησε,που δεν τον είδε
να ξαναγυρίζει στο σπίτι και κούτσα -κούτσα ήρθε να δε τί κάνει...
....> "Σήκω πάνω ,παιδάκι μου,του είπε,μην κάνεις έτσι...πάμε στο σπίτι
μου να ησυχάσεις λίγο..., η μάνα σου θα βλέπει άσχημα όνειρα αυτή τη
στιγμή...Έχω κι εγώ γιο λεβέντη στην Αμερική και καταλαβαίνω..."
Τον βοήθησε και σηκλωθηκε,πήρε τα τριαντάφυλλα που ήταν στο χώμα
και είπε :"Θα πάω να τους βρω να τους τα δώσω..."
"Όχι " του είπε ...δεν είσαι σε καλή κατάσταση να πας τώρα, αύριο ξαναρχόμαστε μαζί ..άρχισε κιόλας να σουρουπώνει..."
Ο Νίκος έσφιξε τα τριαντάφυλλα στα χέρια του και προχώρησε προς τα
μνήματα ...Η θειά Ελένη, τον είδε που ήταν αποφασισμένος,τον έπιασε από
τη μασχάλη και τον πήγε στους δικούς του...
Ένας ξύλινος σταυρός γερμένος ,μια ξεθωριασμένη φωτογραφία της μάνας μέσα σ΄ένα μικρό φανάρι... Δίπλα,ένα άλλο μνήμα όμοιο,με τη φωτογραφία του πατέρα του...
" Έφυγαν και οι δυο σχεδόν μαζί ,κι έκλεισαν τη σειρά τους παιδάκι μου..." είπε η Θειά Ελένη και δάκρυσε...
Πίσω απ΄το σταυρό της μάνας ήταν ένα μικρό κιούπι σκεπασμένο με
μια πλάκα. "Άνοιξέ το " του είπε η θειά Ελένη .
Ο Νίκος Με μάτια γεμάτα δάκρια ,προχώρησε δυο βήματα ,το άνοιξε,
κοίταξε μέσα και έμεινε άναυδος ...
Ήταν σχεδόν γεμάτο από τα γράμματά του... Κοίταξε τη θειά Ελένη...
" Ναι," του είπε. "Ήταν η επιθυμία της μάνας σου ,΄΄ολα τα γράμματα που
θα έστελνες μετά το φευγιό της ,να της τα φέρνω εδώ στο μνήμα της...τα
ήθελε κοντά της, δίπλα της..."
* Ο ΘΥΜΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
είναι πρόεδρος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας..

No comments:

Post a Comment

wibiya widget