27 Σεπτέμβριος 2014
Η ιστορία
Συμπληρώνονται στις 28 του μήνα εβδομήντα τρία ακριβώς χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 1941 που οργανώθηκε στην περιοχή της Δράμας το πρώτο αντιστασιακό κίνημα στην Ελλάδα εναντίον των κατακτητών και το δεύτερο στην Ευρώπη, μετά από κείνο των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων.
Όπως είναι γνωστό, ο Χίτλερ για να ικανοποιήσει τους Βούλγαρους συμμάχους του, παρέδωσε σ’ αυτούς την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη πλην του Έβρου και οι κάτοικοί της γνώρισαν μια πάρα πολύ σκληρή κατοχή.
Η σκληρότητα των Βουλγάρων τους ήταν ωστόσο γνωστή και οι μνήμες νωπές ακόμα από την περίοδο των Βαλκανικών καθώς και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου στο Δοξάτο στις 30 Ιουνίου 1913 σφαγιάσθηκαν 600 περίπου κάτοικοι, δηλαδή το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού της κωμόπολης. Διώξεις υπέστη επίσης ο ελληνικός πληθυσμός και κατά το διάστημα από τον Αύγουστο του 1916 έως και τον Σεπτέμβριο του 1918, περίοδος κατά την οποία το Δ’ Σώμα Στρατού μετά από εγκληματική ανοχή (για να μην ειπωθεί η λέξη "εντολή") της βασιλικής κυβέρνησης των Αθηνών παραδόθηκε αμαχητί στους Γερμανο-βουλγάρους και μεταφέρθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας και η γειτονική χώρα κατείχε όλο αυτό το διάστημα την Ανατολική Μακεδονία.
Η νέα κατοχή άρχισε με τις χειρότερες συνθήκες. Ήδη από τον Μάρτιο του 1941 οι κάτοικοι των παραμεθορίων χωριών του νομού Δράμας μεταφέρθηκαν με διαταγή του Υπουργείου Εθνικής Ασφαλείας στην πρωτεύουσα και σε χωριά του κάμπου για ασφάλεια, ενώ παράλληλα και πριν την κατάρρευση του μετώπου, άρχισε και η αποχώρηση των -παλαιοελλαδιτών κατά κύριο λόγο- κρατικών υπαλλήλων. Μετά την υπαγωγή της περιοχής υπό την βουλγαρική διοίκηση, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν εναντίον του ελληνικού πληθυσμού ήταν ιδιαζόντως σκληρά. Κατασχέθηκαν και δημεύτηκαν περιουσίες, απαγορεύθηκε στους ελεύθερους επαγγελματίες η δυνατότητα να εργάζονται, στις επιχειρήσεις μπήκαν Βούλγαροι συνεταίροι μεν στα κέρδη και στον έλεγχο των επιχειρήσεων αλλά αμέτοχοι στις υποχρεώσεις, καθιερώθηκε βαριά φορολογία, δημιουργήθηκαν τάγματα εργασίας με την στρατολόγηση των ενεργών πολιτών, επιβλήθηκε η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας σε όλες της εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής, έκλεισαν σχολεία και εκκλησίες, κατέβηκαν οι ελληνικές πινακίδες από τα καταστήματα, επιχειρήθηκε η βουλγαροποίηση τους ελληνικού στοιχείου, η αλλοίωση της εθνολογικής συνείδησης και δημογραφική αραίωση του τόπου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τους περιορισμούς στη διατροφή, την εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων και την συνεχή και αδιάλειπτη τρομοκρατία, ήταν φυσικό αποτέλεσμα η αναζήτηση πράξεων αντίστασης και τέτοιες σημειώθηκαν μεμονωμένα σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας από αγαναχτισμένους πατριώτες.
Η οργάνωση Δράμας του ΚΚΕ με τον γραμματέα της, Παντελή Χαμαλίδη, προχώρησε στη συγκέντρωση οπλισμού και αποφάσισε την οργάνωση εξέγερσης, ερμηνεύοντας, όπως αποδείχτηκε, λαθεμένα απόφαση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, που δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε δώσει εντολή για τη διενέργεια πράξεων σαμποτάζ κατά των αρχών κατοχής σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου 1941 λίγοι τολμηροί επαναστάτες ανατίναξαν το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού, επιτέθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, χτύπησαν τους στρατώνες του πεζικού και του πυροβολικού μέσα στην πόλη εξουδετερώνοντας τις βουλγαρικές δυνάμεις, ενώ σε ένα μεγάλο αριθμό γειτονικών χωριών εκδίωξαν ή εκτέλεσαν τους διορισμένους Βουλγάρους προέδρους κοινοτήτων, κατέλαβαν δημαρχεία και αστυνομικά τμήματα και πήραν την εξουσία στα χέρια τους για λίγες ώρες καταλύοντας τη βουλγαρική εξουσία. Σύμφωνα με έρευνες ελλήνων ιστορικών ο αριθμός των νεκρών είναι 35 Βούλγαροι και 12 συνεργάτες τους, 9 τραυματίες και άγνωστος αριθμός αιχμαλώτων. Αντίθετα, οι Βούλγαροι αναφέρουν πως είχαν 104 νεκρούς, 107 τραυματίες και 18 αιχμαλώτους συναθροίζοντας και εκείνους που πήραν μέρος στην καταδίωξη των ανταρτών στα βουνά Τσάλνταγ και Παγγαίο, όπου δόθηκαν πραγματικές μάχες.
Η επίθεση όμως αυτή είχε δραματικές συνέπειες για τον πληθυσμό όχι μόνο των περιοχών που εκδηλώθηκε, αλλά και σε έναν ευρύτερο χώρο, όπου διενεργήθηκαν μαζικές συλλήψεις, ομαδικές εκτελέσεις αμάχων και αθώων κατοίκων, βασανισμοί, λεηλασίες, βιασμοί και πράξεις που αποσκοπούσαν στην κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και, σύμφωνα με τα σχέδια των βουλγαρικών αρχών, στην εκδίωξη όλων των Ελλήνων προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το 1922. Από το βιβλίο Τα γεγονότα της Δράμας των ερευνητών Δημήτρη Πασχαλίδη και Τάσου Χατζηαναστασίου, πληροφορούμαστε ότι εκτελέστηκαν 1547 στο νομό Δράμας, 483 στο νομό Σερρών και 110 στο νομό Καβάλας, ήτοι συνολικά 2140 άτομα.
Τα θύματα
Ανάμεσα στους εκτελεσμένους καταμετρώνται και δυο άτομα από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας. Πρόκειται για τα αδέλφια Δημήτριο και Βασίλειο Αναστασίου Αθανασίου, οικογένειας γνωστής με το παρώνυμο Καρατάσιου. Σύμφωνα με τα μητρώα της Κοινότητας, ο Δημήτριος Αθανασίου είχε γεννηθεί το 1909 και άρα ήταν 32 χρονών, ενώ ο Βασίλειος ήταν κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος, αφού είχε γεννηθεί το 1907. Η εγκατάστασή τους στο νομό Δράμας πιθανότατα έχει σχέση με την ιδιότητα του πρώτου, ο οποίος ήταν χωροφύλακας και τοποθετήθηκε στο σταθμό χωροφυλακής του Δοξάτου. Στην κωμόπολη αυτή παντρεύτηκε με την Ζωή Αλεξίου και απέχτησε έναν γιο, τον Τάσο. Ο αδελφός του Βασίλειος εργαζόταν στην περιοχή ως καπνεργάτης, και μαζί τους ζούσε προσωρινά και η μικρότερη αδελφή τους Παναγιούλα (Γιούλα).
Ο Δημήτριος Αθανασίου (γνωστός ως Μήτρος στη γενέτειρά του) συνελήφθη και δολοφονήθηκε κατά την ομαδική εκτέλεση 166 ατόμων στο Δοξάτο στις 29 Σεπτεμβρίου. "Μας μαζέψανε άρον-άρον στο σχολείο, αφηγούνταν σπανιότατα αργότερα η γυναίκα του. Ούτε λίγο φαγάκι δεν πρόλαβα να πάρω για το παιδί που πεινούσε. Αργότερα εμάς τις γυναίκες με μικρά παιδιά και τις γριές, μας άφησαν. Τους άντρες τους σκότωσαν". Τρεις μέρες μετέπειτα, κατά την ομαδική εκτέλεση 26 ατόμων στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αδριανής στις 2 Οκτωβρίου 1941, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν και τον αδερφό του Βασίλη.
Στα άτομα που συνέλαβαν συμπεριλαμβανόταν και η δεκαεννιάχρονη αδελφή των εκτελεσμένων Γιούλα, η οποία μεταφέρθηκε ως όμηρος σε στρατόπεδα εργασίας και δούλευε σε εργοστάσια πολεμικού υλικού στην Γερμανία. Επέστρεψε στη Δρακότρυπα το 1945 μετά τη συντριβή της ναζιστικής χώρας.
Στο μνημείο που στήθηκε προς τιμή των εκτελεσμένων στο Δοξάτο, μπορεί να δει κανείς χαραγμένο στην μαρμάρινη πλάκα το όνομα του Δημητρίου Αθανασίου καθώς και τη φωτογραφία του με τη στολή του χωροφύλακα, αλλά το όνομα του αδελφού του δεν υπήρχε στις αρχικές καταστάσεις και προέκυψε από την έρευνα των προαναφερομένων ιστορικών, ανεξάρτητα βέβαια από τη συλλογική μνήμη των συγχωριανών του και των οικείων του.
Ο Τάσος Αθανασίου, γιος του εκτελεσμένου Δημητρίου, από την εφηβική του ηλικία ακόμη, συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον εξάδελφό τουΒαγγέλη Φ. Αθανασίου που ζούσε στα Τρίκαλα, και όπου μετακόμισε και ο ίδιος, εργαζόμενος σε διάφορες αγροτικές εργασίες ή ως εργάτης σε κεραμοποιεία. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε την Βασιλική Μαράβα από το Ελευθεροχώρι Τρικάλων με την οποία παντρεύτηκε και μετά από οχτώ χρόνια μετακόμισαν στο Δοξάτο, όπου ζούσε η μάνα του. Κάτω από τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, αρχικά η γυναίκα του Βασιλική και αργότερα και ο ίδιος. Πράγματι, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες αναχώρησε και ο Τάσος, επιδιώκοντας καλύτερες συνθήκες ζωής -τι τραγική ειρωνεία- στη χώρα που ευθυνόταν για τον θάνατο του πατέρα του.
Ο Τάσος Αθανασίου, γιος του εκτελεσμένου Δημητρίου, από την εφηβική του ηλικία ακόμη, συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον εξάδελφό τουΒαγγέλη Φ. Αθανασίου που ζούσε στα Τρίκαλα, και όπου μετακόμισε και ο ίδιος, εργαζόμενος σε διάφορες αγροτικές εργασίες ή ως εργάτης σε κεραμοποιεία. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε την Βασιλική Μαράβα από το Ελευθεροχώρι Τρικάλων με την οποία παντρεύτηκε και μετά από οχτώ χρόνια μετακόμισαν στο Δοξάτο, όπου ζούσε η μάνα του. Κάτω από τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, αρχικά η γυναίκα του Βασιλική και αργότερα και ο ίδιος. Πράγματι, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες αναχώρησε και ο Τάσος, επιδιώκοντας καλύτερες συνθήκες ζωής -τι τραγική ειρωνεία- στη χώρα που ευθυνόταν για τον θάνατο του πατέρα του.
Είχαν ωστόσο αποκτήσει και έναν γιο, τον Δημήτρη, ο οποίος πριν ακόμη τελειώσει τη μέση εκπαίδευση ακολούθησε τους γονείς του. Το καλοκαίρι του 1977 με καινούργιο αυτοκίνητο αλλά μικρή εμπειρία από μακρινά ταξίδια, ο Τάσος Αθανασίου και η οικογένειά του, ταξίδεψαν οδικώς για την Ελλάδα. Το φλερτ του γιού τους με μια κοπέλα και η επιθυμία των γονιών και από τις δύο πλευρές, οδήγησε τα νεαρά παιδιά σε πρώιμο και βιαστικό γάμο, μια που και η ημερομηνία αναχώρησης ήταν καθορισμένη, ξημερώματα της Πέμπτης 25 Αυγούστου 1977. Όμως το ταξίδι αυτό υπήρξε μοιραίο. Από κάποιον αδέξιο χειρισμό, εκατό περίπου χιλιόμετρα μετά τα ελληνικά σύνορα, στην εθνική οδό της Γιουγκοσλαβίας κοντά στην πόλη Τίτο Βέλες, και κάτω από συνθήκες που δεν είναι απολύτως γνωστές, το αυτοκίνητο με την οικογένεια Αθανασίου συγκρούστηκε μετωπικά με νταλίκα. Οι συνέπειες δραματικές. Ο Τάσος Αθανασίου, ο δεκαοχτάχρονος γιος του Δημήτρης και η Ιφιγένεια, η όμορφη συνομήλικη γυναίκα του με την οποία δεν είχαν κλείσει ούτε μιας εβδομάδας κοινή ζωή, ανασύρθηκαν νεκροί από τις άμορφες λαμαρίνες του γερμανικού αυτοκινήτου. Η σύζυγός του Βασιλική με πολλά κατάγματα χαροπάλευε επί δύο εβδομάδες σε τοπικό νοσοκομείο, για να επιβιώσει τελικά και με τη βοήθεια των δικών της και του εξάδελφου Βαγγέλη Αθανασίου να εγκατασταθεί μετά από πολλές περιπέτειες μόνη και έρημη στο Δοξάτο.
Αυτοί που έζησαν την πίκρα
Τραγικά πρόσωπα της ιστορίας αυτής οι δύο γυναίκες, η Βασιλική και η Ζωή, που η κάθε μια έχασε τον άνδρα της και τον γιό της και φυσικά και οι γονείς της νεαρής Ιφιγένειας. Τη βασανισμένη Βασιλική Αθανασίου την συνάντησα πριν από αρκετό καιρό στο χωριό της καταγωγής, το Ελευθεροχώρι Τρικάλων όπου εγκαταστάθηκε, αφού είχε ζήσει δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά το δυστύχημα στο Δοξάτο, κι αφού σχετικά νωρίς είχε φύγει από τη ζωή και η πεθερά της, και βρήκε τη συμπαράσταση στα πρόσωπα των συγγενών της. Με σφιγμένη καρδιά που δε γιατρεύεται με το χρόνο, μου διηγήθηκε λεπτομέρειες απ’ τη ζωή της.
Το άλλο θύμα της αγριότητας του πολέμου και της σκληρής τύχης, η πεθερά της Ζωή, αρκετά χρόνια μετά την εκτέλεση του άνδρα της και κάτω από την πίεση των δικών της και κυρίως της ίδιας της ζωής, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, την Παγώνα. Όμως τα χτυπήματα ήταν πολύ βαριά και η Ζωή δεν άντεξε, παρά μόνο τρία χρόνια μετά το δυστύχημα που χάθηκε ο γιός της.
Η αδελφή των εκτελεσμένων, Γιούλα Αθανασίου, χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μετά την επιστροφή της για να συνέρθει από τα πολλαπλά χτυπήματα, ώστε να δημιουργήσει οικογένεια με τον Θωμά Ρίζο και να αποχτήσει ένα παιδί, την Τασούλα. Ποτέ όμως δεν ήθελε να μιλήσει για τις τραγωδίες που έζησε, με αποτέλεσμα η κόρη της να αγνοεί σε ποιο στρατόπεδο και κάτω από ποιες συνθήκες έζησε και, όταν μετά τον πρώιμο θάνατο της μάνας, προσπάθησε μέσα από κρατικές υπηρεσίες ή άλλου είδους πηγές να εντοπίσει το στρατόπεδο -ή τα στρατόπεδα ίσως- εργασίας, δυστυχώς, συνάντησε αυτό που χαρακτηρίζουμε με τη λέξη τοίχος! Η ελληνική πολιτεία δεν έχει καταγράψει ποτέ όχι τους ομήρους, αλλ’ ούτε τους νεκρούς της που χρησιμοποιήθηκαν ως αναλώσιμο υλικό και ως πειραματόζωα στα γερμανικά κολαστήρια. Δεν υπάρχει κανένας επίσημος ή ανεπίσημος έστω κατάλογος, παρά μόνο κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων που αναφέρουν μερικά ονόματα αιχμαλώτων που επέστρεψαν το 1945 μέσω Γαλλίας! Φυσικά ο σεβασμός μας, η πρακτική μας, η πολιτική μας -ας διαλέξει ο καθένας όποια λέξη του αρέσει- ωχριά μπροστά στη μεθοδικότητα των Εβραίων που δημιούργησαν μια καταπληκτική βάση δεδομένων στο διαδίκτυο, όπου μπορεί κανείς να αναζητήσει και να πληροφορηθεί την τύχη κάθε ομοεθνή τους για την περίοδο εκείνη.
Μεγαλύτερος αδελφός των τριών που προαναφέρθηκαν, των δυο εκτελεσμένων δηλαδή και της κοπέλας ομήρου, ήταν ο Φώτης, του οποίου επίσης ο θάνατος λίγο μετά τα πενήντα του, έμεινε αλησμόνητος, μια που πέθανε από ανακοπή την ώρα που έσερνε το χορό στον γάμο συγγενή του στην πλατεία του χωριού, και -η ειρωνεία- κανείς δεν το πίστεψε στην αρχή γιατί όλοι νόμιζαν πως, ως δεινός χορευτής, έκανε κάποια από τις συνηθισμένες του φιγούρες!
Και ο μεγάλος κύκλος τραγωδιών και πίκρας που σημάδεψε το παρακλάδι της μεγάλης οικογένειας Αθανασίου, γνωστής όπως προαναφέραμε ως Καρατάσιου, κλείνει με τον θάνατο του αγαπημένου εξάδελφου και συμπαραστάτη του Τάσου και της Βασιλικής, του Βαγγέλη Φ. Αθανασίου, που χτυπημένος από ανίατη ασθένεια, άφησε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες την τελευταία του πνοή στη Γερμανία όπου ζούσε από τη δεκαετία του ’60 και ο οποίος μη έχοντας τη δυνατότητα να ταφεί στον τόπο που γεννήθηκε, ζήτησε να αποτεφρωθεί!
Γιώργος Γούσιας
http://www.drakotrypa.gr/
No comments:
Post a Comment