ΒΕΡΟΛΙΝΟ, 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1989
Είχαν μάθει να ζουν με το Τείχος ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Μετά την πτώση του, σαν σήμερα 9 Νοεμβρίου του 1989, έμαθαν να ζουν και χωρίς αυτό. Κουβαλούν όμως ακόμη τις μνήμες μιας ολόκληρης εποχής. Ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες Βερολινέζους που, σαν σήμερα, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, έζησαν τις ιστορικές στιγμές, υπήρχαν και πάρα πολλοί Ελληνες. Τέσσερις από αυτούς μιλούν στο Έθνος, περιγράφοντας την ημέρα και τους δύο κόσμους του Βερολίνου.
«Ήμουν στο σπίτι μου και έβλεπα τηλεόραση. Έτσι το έμαθα, όπως και οι περισσότεροι. Δεν το πίστευα. Άνοιξε η πύλη και αμέσως γέμισε το Δυτικό Βερολίνο κόσμο. Μαζί με μια φίλη μου βγήκαμε στους δρόμους. Πήγαμε στο πιο εμπορικό σημείο της πόλης και παρατηρούσαμε τους Ανατολικογερμανούς να κοιτάζουν με θαυμασμό τις βιτρίνες των καταστημάτων και να φωνάζουν γεμάτοι ενθουσιασμό “wahnsinn” που σημαίνει “τρέλα”. Στα μάτια τους η δυτική πλευρά της πόλης έμοιαζε με άλλον πλανήτη. Η 9η Νοεμβρίου του '89 ήταν η ημέρα που είχε ενωθεί ο λαός. Η ατμόσφαιρα ήταν πραγματικά καταπληκτική. Από τη πρώτη στιγμή είχα αντιληφθεί το μέγεθος της ιστορικής στιγμής. Κάθε βράδυ για περίπου ένα μήνα ήταν σαν γιορτή» διηγείται στο “Έθνος” ο ζωγράφος Νίκος Κοζανίτης.
Ο Νίκος Κοζανίτης βρέθηκε στην Γερμανία το 1965. Εντάχθηκε πολύ γρήγορα στο φοιτητικό κίνημα και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. “Το Δυτικό Βερολίνο τότε μου θύμιζε την Αθήνα γιατί είχε νυχτερινή ζωή. Επρόκειτο για μια πόλη πιο ανεκτική σε σχέση με άλλες της Γερμανίας. Ήταν ουσιαστικά σαν νησί, γύρω- γύρω είχε τείχος το οποίο ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Είχαμε μάθει να ζούμε με αυτό” λέει.
Οι κάτοικοι της δυτικής πλευράς είχαν την δυνατότητα να επισκέπτονται το Ανατολικό Βερολίνο ως τουρίστες. Υπήρχαν όμως περιορισμοί. Βίζα, συνάλλαγμα, έλεγχος στα φυλάκια. «Πηγαίναμε στο θέατρο του Μπρεχτ, γιατί είχε καλές παραστάσεις και στα μουσεία. Είχε φτηνά εστιατόρια αλλά οι δρόμοι ήταν γκρίζοι, μουντοί χωρίς πολλά φώτα. Οι άνθρωποι ντύνονταν αλλιώς, ήταν σκυθρωποί, είχαν διαφορετική νοοτροπία. Υπήρχεαστυνομία που παρακολουθούσε τους τουρίστες αλλά αυτό δεν μας φόβιζε. Θυμάμαι σε μια επίσκεψη μου φόραγα ένα γούνινο παλτό που είχα αγοράσει με 5 μάρκα από ένα παλαιοπωλείο. Οι Ανατολικοβερολινέζοι με κοίταζαν με ορθάνοιχτα μάτια και ήθελαν να το αγγίξουν»...Ο Νίκος Κοζανίτης βρέθηκε στην Γερμανία το 1965. Εντάχθηκε πολύ γρήγορα στο φοιτητικό κίνημα και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. “Το Δυτικό Βερολίνο τότε μου θύμιζε την Αθήνα γιατί είχε νυχτερινή ζωή. Επρόκειτο για μια πόλη πιο ανεκτική σε σχέση με άλλες της Γερμανίας. Ήταν ουσιαστικά σαν νησί, γύρω- γύρω είχε τείχος το οποίο ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Είχαμε μάθει να ζούμε με αυτό” λέει.
Ο κ. Κοζανίτης, επέστρεψε μόνιμα στην Αθήνα το 2000, όμως επισκέπτεται το Βερολίνο δύο φορές το χρόνο. “Όλοι οι κάτοικοι στο Ανατολικό Βερολίνο είχαν δουλειά και το γεγονός ότι ήταν υπό καθεστώς «περιορισμού» είχε σαν επακόλουθο να είναι δεμένοι μεταξύ τους. Μαζεύονταν ιδιωτικά και επειδή υπήρχε δυσαρέσκεια δημιουργούσαν μουσική. Άλλωστε σε δύσκολες περιόδους η τέχνη ανθεί” αναφέρει και συμπληρώνει: «Το γκρέμισμα του τείχους ένωσε τις οικογένειες και εξομάλυνε τον διπολισμό. Περιμέναμε να γίνει μια ζύμωση και να επέλθει η μέση λύση. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι υπεύθυνο το σύστημα αλλά ο άνθρωπος που το εφαρμόζει και δυστυχώς ο άνθρωπος είναι ατελής. Το τείχος ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Η πτώση του με γέμισε ελπίδα ότι θα γίνει καλύτερος ο κόσμος, ότι θα βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των κρατών, ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Κάτι τέτοιο δυστυχώς, δεν έγινε» καταλήγει.
Ο Λάμπρος Σαββίδης βρέθηκε στο Μόναχο το 1968 για σπουδές. Εξι χρόνια αργότερα ως ηλεκτρολόγος- μηχανικός πια, μετακόμισε στο Δυτικό Βερολίνο.
«Το τείχος υπήρχε αλλά δεν μας ενοχλούσε. Η δυτική κυβέρνηση είχε δώσει πολλά πλεονεκτήματα στους νέους. Μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να μην υπηρετήσουν στο στρατό και κυρίως το “επίδομα του Βερολίνου” ένα επιπλέον εισόδημα για κάθε μόνιμο κάτοικο της πόλης. Ήταν η βιτρίνα του καπιταλιστικού συστήματος» λέει ο κ. Σαββίδης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας στην γερμανική πρωτεύουσα.
Ο ίδιος επισκεπτόταν συχνά το Ανατολικό Βερολίνο για να αγοράσει βιβλία καθώς εκεί ήταν πιο φθηνά. «Περιμέναμε μια ώρα στην ουρά για να πάρουμε τη βίζα και μετά περνάγαμε. Πηγαίναμε για φαγητό γιατί ήταν σε χαμηλές τιμές και δεν παραλείπαμε να αφήσουμε μεγάλο φιλοδώρημα στους σερβιτόρους. Μιλούσαμε με τους κατοίκους στις μπυραρίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν ελευθερία. Αν γίνονταν λίγο... «δραστήριοι» μπορεί και να έμπαιναν υπό παρακολούθηση. Υπήρχαν λίγα αυτοκίνητα στους δρόμους. Όμως είχαν δουλειά, φτηνά τρόφιμα και συγκοινωνίες καθώς και δωρεάν ιατρική περίθαλψη» προσθέτει.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 ο κ. Σαββίδης επέλεξε να μην δει από κοντά την πτώση του τείχους. «Ως Αριστερός παρακολουθούσα τα γεγονότα από την τηλεόραση. Δεν με ενθουσίασε αλλά είχα κατανόηση. Το τείχος που έπεσε ένωσε έναν λαό, έφερε πάλι κοντά οικογένειες. Ήταν μια ιστορική στιγμή αλλά υπήρξαν και τρομερές συνέπειες. Το τείχος ήταν ένας φράκτης, αλλά μετά ο κόσμος έγινε ξέφραγο αμπέλι. Σήμερα, οι διαπιστώσεις δεν είναι καλές. Τριπλασιάστηκαν οι ανισότητες και χάθηκαν οι ισορροπίες» καταλήγει.
Ο Δημήτρης Καλαϊτζίδης, σήμερα ψυχαναλυτικός θεραπευτής σε παιδιά με αυτισμό, κάτοικος τότε του Δυτικού Βερολίνου, ήταν γνωστός στην ελληνική παροικία για τις επισκέψεις του στο Ανατολικό τμήμα: «Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία για μένα γιατί αγόραζα βιβλία σε χαμηλές τιμές. Πήγαινα επίσης στο θέατρο, στην όπερα και στο μουσείο της Περγάμου. Ο κόσμος στο Ανατολικό Βερολίνο δεν πεινούσε αλλά δεν υπήρχε η υπερπληθώρα των αγαθών. Οι ανατολικοβερολινέζοι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καλές σπουδές και το κράτος τους έβρισκε δουλειά» αναφέρει ο ίδιος.
Την ημέρα της πτώσης του τείχους ο κ. Καλαϊτζίδης ενημερώθηκε για τα γεγονότα από την τηλεόραση. Αμέσως βρέθηκε στην πύλη του Βραδεμβούργου που είχε ανοίξει. «Ήμασταν απροετοίμαστοι. Φιλοξενούσαμε φίλους από την Αθήνα και μόλις είδαμε τι ακριβώς συνέβαινε πήγαμε εκεί. Ήταν συγκινητικές και έντονες στιγμές. Είχαμε βουρκώσει. Αισθανόμουν τυχερός που ζούσα από κοντά ένα κομμάτι της ιστορίας και θα μπορούσα στο μέλλον να πω “Εκείνη τη στιγμή την έζησα”. Όπως οι παππούδες μου δυο παγκόσμιους πολέμους. Παρακολουθούσαμε τον κόσμο να σπάει με καλέμια το τείχος. Είναι φρικτό να χωρίζεις έναν λαόσε δυο χώρες. Τις επόμενες ημέρες ο κόσμος από το Ανατολικό Βερολίνο ερχόταν στο Δυτικό για να κάνει αγορές. Ήθελαν να ενταχθούν. Έδιναν 100 μάρκα ανά άτομο ως καλωσόρισμα. Ξαφνικά δεν υπήρχε το ανατολικό νόμισμα. Είχε εξαγοραστεί από τον καπιταλισμό» μας λέει. «Η πτώση του τείχους έπρεπε να συμβεί. Οι χειρισμοί όμως άφησαν το λιοντάρι να τρώει, όπως τρώει. Εικοσιπέντε χρόνια μετά δεν έχει έρθει η ισότητα. Δεν υπάρχει το “αντίπαλον δέος”. Τότε δεν υπήρχε το συναίσθημα της ανασφάλειας στην εργασία”, πιστεύει.
Η πρώτη εντύπωση που δημιουργήθηκε στον Νίκο Αθανασιάδη, όταν έφτασε για σπουδές στο Βερολίνο το 1975 ήταν εκείνη μιας διαφορετικής πόλης σε σχέση με άλλες της Γερμανίας. Το τείχος απλωνόταν μπροστά του: «Λίγο καιρό μετά δεν με ενοχλούσε. Περπατούσα δίπλα του, οδηγούσα, ήταν μέρος της καθημερινότητας” λέει και συμπληρώνει: «Επισκεπτόμουν συχνά το Αν. Βερολίνο. Υπήρχε αυστηρός έλεγχος για να μπούμε, χρειαζόταν βίζα ημέρας και έπρεπε να αλλάξουμε τα δυτικά μάρκα σε ανατολικά. Η πλευρά στην οποία έμενα ήταν η βιτρίνα του δυτικού κόσμου ενώ η ανατολική ήταν “γκρίζα”. Υπήρχε μια έντονη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν από καθαριστικά. Οι κάτοικοι μας κοιτούσαν, φαινόταν η διαφορά, αλλά ήταν ξέγνοιαστοι. Δεν είχαν την πολυτέλεια αλλά είχαν τη σιγουριά. Υπήρχε η δουλειά τους, το σπίτι τους και δεν τους ενδιέφερε π.χ να είναι βαμμένο. Τους έλειπε βέβαια η ελευθερία του λόγου. Δεν μπορούσαν να δουν τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη πλευρά στα θετικά του συστήματος ήταν τα σχολεία και οι γιατροί».
Ο Νίκος Αθανασιάδης, μέλος του προεδρείου της Ομοσπονδίας των Ελληνικών Κοινοτήτων της Γερμανίας σήμερα, στις 9 Νοεμβρίου 1989 παρακολούθησε αρχικά τα γεγονότα από την τηλεόραση στο σπίτι του. Μαζί με έναν Γερμανό συνάδελφό του βρέθηκαν σε ένα κεντρικό δρόμο και δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε συμβεί. «Ήταν το τέλος μιας εποχής. Οι Ανατολικοβερολινέζοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και ούτε η μια, ούτε η άλλη πλευρά είχε συνειδητοποιήσει ότι είχαν ανοίξει οι πύλες. Το ζούσαμε όλοι σαν όνειρο. Κοιτάγαμε τα αυτοκίνητα “Trabant”που κυκλοφορούσαν στο κέντρο και μας φαινόταν απίστευτο. Ήταν ιστορικές στιγμές. Τις επόμενες ημέρες πήρα και εγώ ένα καλέμι και έσπασα ένα κομμάτι από το τείχος. Είναι μια σελίδα της ιστορίας που έζησα από κοντά και αισθάνομαι τυχερός για αυτό. Αν και οι ανισότητες δεν έχουν εξαλειφθεί μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι το τείχος δεν ήταν σωστό μέτρο. Έναν λαό δεν μπορείς να τον μαντρώσεις» καταλήγει.
Ο ίδιος επισκεπτόταν συχνά το Ανατολικό Βερολίνο για να αγοράσει βιβλία καθώς εκεί ήταν πιο φθηνά. «Περιμέναμε μια ώρα στην ουρά για να πάρουμε τη βίζα και μετά περνάγαμε. Πηγαίναμε για φαγητό γιατί ήταν σε χαμηλές τιμές και δεν παραλείπαμε να αφήσουμε μεγάλο φιλοδώρημα στους σερβιτόρους. Μιλούσαμε με τους κατοίκους στις μπυραρίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν ελευθερία. Αν γίνονταν λίγο... «δραστήριοι» μπορεί και να έμπαιναν υπό παρακολούθηση. Υπήρχαν λίγα αυτοκίνητα στους δρόμους. Όμως είχαν δουλειά, φτηνά τρόφιμα και συγκοινωνίες καθώς και δωρεάν ιατρική περίθαλψη» προσθέτει.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 ο κ. Σαββίδης επέλεξε να μην δει από κοντά την πτώση του τείχους. «Ως Αριστερός παρακολουθούσα τα γεγονότα από την τηλεόραση. Δεν με ενθουσίασε αλλά είχα κατανόηση. Το τείχος που έπεσε ένωσε έναν λαό, έφερε πάλι κοντά οικογένειες. Ήταν μια ιστορική στιγμή αλλά υπήρξαν και τρομερές συνέπειες. Το τείχος ήταν ένας φράκτης, αλλά μετά ο κόσμος έγινε ξέφραγο αμπέλι. Σήμερα, οι διαπιστώσεις δεν είναι καλές. Τριπλασιάστηκαν οι ανισότητες και χάθηκαν οι ισορροπίες» καταλήγει.
Ο Δημήτρης Καλαϊτζίδης, σήμερα ψυχαναλυτικός θεραπευτής σε παιδιά με αυτισμό, κάτοικος τότε του Δυτικού Βερολίνου, ήταν γνωστός στην ελληνική παροικία για τις επισκέψεις του στο Ανατολικό τμήμα: «Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία για μένα γιατί αγόραζα βιβλία σε χαμηλές τιμές. Πήγαινα επίσης στο θέατρο, στην όπερα και στο μουσείο της Περγάμου. Ο κόσμος στο Ανατολικό Βερολίνο δεν πεινούσε αλλά δεν υπήρχε η υπερπληθώρα των αγαθών. Οι ανατολικοβερολινέζοι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καλές σπουδές και το κράτος τους έβρισκε δουλειά» αναφέρει ο ίδιος.
Την ημέρα της πτώσης του τείχους ο κ. Καλαϊτζίδης ενημερώθηκε για τα γεγονότα από την τηλεόραση. Αμέσως βρέθηκε στην πύλη του Βραδεμβούργου που είχε ανοίξει. «Ήμασταν απροετοίμαστοι. Φιλοξενούσαμε φίλους από την Αθήνα και μόλις είδαμε τι ακριβώς συνέβαινε πήγαμε εκεί. Ήταν συγκινητικές και έντονες στιγμές. Είχαμε βουρκώσει. Αισθανόμουν τυχερός που ζούσα από κοντά ένα κομμάτι της ιστορίας και θα μπορούσα στο μέλλον να πω “Εκείνη τη στιγμή την έζησα”. Όπως οι παππούδες μου δυο παγκόσμιους πολέμους. Παρακολουθούσαμε τον κόσμο να σπάει με καλέμια το τείχος. Είναι φρικτό να χωρίζεις έναν λαόσε δυο χώρες. Τις επόμενες ημέρες ο κόσμος από το Ανατολικό Βερολίνο ερχόταν στο Δυτικό για να κάνει αγορές. Ήθελαν να ενταχθούν. Έδιναν 100 μάρκα ανά άτομο ως καλωσόρισμα. Ξαφνικά δεν υπήρχε το ανατολικό νόμισμα. Είχε εξαγοραστεί από τον καπιταλισμό» μας λέει. «Η πτώση του τείχους έπρεπε να συμβεί. Οι χειρισμοί όμως άφησαν το λιοντάρι να τρώει, όπως τρώει. Εικοσιπέντε χρόνια μετά δεν έχει έρθει η ισότητα. Δεν υπάρχει το “αντίπαλον δέος”. Τότε δεν υπήρχε το συναίσθημα της ανασφάλειας στην εργασία”, πιστεύει.
Η πρώτη εντύπωση που δημιουργήθηκε στον Νίκο Αθανασιάδη, όταν έφτασε για σπουδές στο Βερολίνο το 1975 ήταν εκείνη μιας διαφορετικής πόλης σε σχέση με άλλες της Γερμανίας. Το τείχος απλωνόταν μπροστά του: «Λίγο καιρό μετά δεν με ενοχλούσε. Περπατούσα δίπλα του, οδηγούσα, ήταν μέρος της καθημερινότητας” λέει και συμπληρώνει: «Επισκεπτόμουν συχνά το Αν. Βερολίνο. Υπήρχε αυστηρός έλεγχος για να μπούμε, χρειαζόταν βίζα ημέρας και έπρεπε να αλλάξουμε τα δυτικά μάρκα σε ανατολικά. Η πλευρά στην οποία έμενα ήταν η βιτρίνα του δυτικού κόσμου ενώ η ανατολική ήταν “γκρίζα”. Υπήρχε μια έντονη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν από καθαριστικά. Οι κάτοικοι μας κοιτούσαν, φαινόταν η διαφορά, αλλά ήταν ξέγνοιαστοι. Δεν είχαν την πολυτέλεια αλλά είχαν τη σιγουριά. Υπήρχε η δουλειά τους, το σπίτι τους και δεν τους ενδιέφερε π.χ να είναι βαμμένο. Τους έλειπε βέβαια η ελευθερία του λόγου. Δεν μπορούσαν να δουν τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη πλευρά στα θετικά του συστήματος ήταν τα σχολεία και οι γιατροί».
Ο Νίκος Αθανασιάδης, μέλος του προεδρείου της Ομοσπονδίας των Ελληνικών Κοινοτήτων της Γερμανίας σήμερα, στις 9 Νοεμβρίου 1989 παρακολούθησε αρχικά τα γεγονότα από την τηλεόραση στο σπίτι του. Μαζί με έναν Γερμανό συνάδελφό του βρέθηκαν σε ένα κεντρικό δρόμο και δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε συμβεί. «Ήταν το τέλος μιας εποχής. Οι Ανατολικοβερολινέζοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και ούτε η μια, ούτε η άλλη πλευρά είχε συνειδητοποιήσει ότι είχαν ανοίξει οι πύλες. Το ζούσαμε όλοι σαν όνειρο. Κοιτάγαμε τα αυτοκίνητα “Trabant”που κυκλοφορούσαν στο κέντρο και μας φαινόταν απίστευτο. Ήταν ιστορικές στιγμές. Τις επόμενες ημέρες πήρα και εγώ ένα καλέμι και έσπασα ένα κομμάτι από το τείχος. Είναι μια σελίδα της ιστορίας που έζησα από κοντά και αισθάνομαι τυχερός για αυτό. Αν και οι ανισότητες δεν έχουν εξαλειφθεί μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι το τείχος δεν ήταν σωστό μέτρο. Έναν λαό δεν μπορείς να τον μαντρώσεις» καταλήγει.
Ρεπορτάζ: Κλάρα Γενιτσαριώτη , για το EΘΝΟΣ.gr
No comments:
Post a Comment