Της Αγγελικής Κώττη
Οι πρόγονοί μας, δεν γιόρταζαν, βέβαια, Χριστούγεννα. Λάμβαναν όμως μέρος στις γιορτές των λαών που υπήρχαν τότε, με τις οποίες σημειωνόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο, γιορτάζοντας τη γέννηση του Διονύσου, αν και όχι με τη μεγαλοπρέπεια, π.χ., της γέννησης της Παρθένου θεάς Αθηνάς. Ο Ήλιος, σε κάθε περίπτωση, ήταν στο επίκεντρο εκείνης της λατρείας, καθώς μετά τις 21 Δεκεμβρίου αρχίζει και πάλι να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και η ημέρα να μεγαλώνει.
Ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους λαούς σαν θεός και η «αναγέννησή» του με το χειμερινό ηλιοστάσιο υπήρξε η αρχή για τη γέννηση μύθων για θεϊκες γεννήσεις εκείνη την εποχή. Οι αρχαίοι Ελληνες αποκαλούσαν τον Διόνυσο «σωτήρα» και «θείο βρέφος». Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου κρατούσαν την ποιμενική ράβδο, όπως και ο Όσιρις.
Η Ελένη Μανιωράκη – Ζωιδάκη γράφει στην εφημερίδα
Πατρίς: «Ο Διόνυσος είναι παιδί του Θεού Διός και της νύμφης Σεμέλης. Η Σεμέλη (γήινη ουσία) έρχεται σε ερωτική επαφή με το Δία (ουράνιο πρωταρχικό πυρ) και δέχεται σπέρμα γονιμοποιό.
Η Σεμέλη όμως δεν αρκείται να έρχεται προς αυτήν ο Δίας μεταμορφωμένος. Εκείνος κατ’ απαίτηση της εμφανίζεται μπροστά της με πλήρη την ουράνια περιβολή του και την κατακεραυνώνει.
Ο Δίας αποσπά από την καιομένη Σεμέλη το διττής φύσεως έμβρυο, το οποίο αποτελειώνει την κυοφορία του στο μηρό του Διός και γεννιέται με τον ίδιο τρόπο που γεννήθηκε η Αθηνά πάνοπλη από το κεφάλι του.
Έφηβος πια ο Διόνυσος βρισκόμενος σε πλήρη ευθυμία και ανεμελιά δέχεται επίθεση τιτάνων, οι οποίοι θανάτωσαν, διαμέλισαν και έφαγαν το παιδί. Η Αθηνά αντιλαμβανόμενη το φόνο σώζει την καρδιά, την προσκομίζει στον πατέρα των αθανάτων Δία κι αυτός από τη διασωθείσα καρδιά θα δημιουργήσει έναν νέο αθάνατο Διόνυσο.
Η αλληγορία της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης του Διόνυσου αποτελεί ένα από τα μεγαλουργήματα της διανόησης των αρχαίων προγόνων μας. Ανθελληνικό όμως σύστημα εκπαίδευσης κράτησε και κρατάει μακριά τους Έλληνες από όλες αυτές τις υψηλές ιδέες, που δίνουν απαντήσεις στα πανανθρώπινα ερωτήματα της ζωής, του θανάτου, της ψυχής και της αθανασίας. Ο Διόνυσος είναι και στην κυριολεξία ο θεός της αμπέλου και του οίνου, αλλά συγχρόνως οι αρχαίοι με την λέξη «οίνος» εννοούσαν τον ενδιάμεσον αιθέρα, που είναι απαραίτητος για την αθανατοποίηση του ανθρώπου.»
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η αναγέννηση του Διονύσου γίνεται στις 30 Δεκεμβρίου (όλα αυτά, με το σημερινό ημερολόγιο. Στην αρχαία Ελλάδα το ημερολόγιο ήταν εντελώς διαφορετικό).
Εκτός από τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου, οι πρόγονοί μας είχαν και κάλαντα, αλλά όχι τον χειμώνα. Μέσα στο φθινόπωρο. Τα παιδιά έλεγαν ένα τραγούδι γεμάτο ευχές, όταν περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι τον πρόγονο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, την ειρεσιώνη. Ένα κλαδί ελιάς, στολισμένο με μαλλί, μικρές σφαίρες και κάποιους καρπούς της γης.
Η Ειρεσιώνη προέρχεται από τη λέξη είρος (έριον=μαλλί). Όπως διαβάζουμε σε αρχαία κείμενα, ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα), μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι και λάδι ακόμη και μικρές σφαίρες από μέταλλο, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη.
Το αποτέλεσμα ήταν τόσο φανταχτερό όσο το σημερινό Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην αρχαία Ελλάδα το έθιμο αυτό ήταν μια έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που πέρασε και μια παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και για το επόμενο έτος. Ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Η Ειρεσιώνη περιφερόταν στους δρόμους των Αθηνών, την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) από παιδιά «αμφιθαλή», των οποίων δηλαδή και οι δύο γονείς ζούσαν και τα οποία έψαλλαν «τις καλένδες» (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά.
Όταν τα παιδιά έφθαναν στα δικά τους σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, κατά τον Αριστοφάνη, κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Κατά το τελετουργικό, ένας «αμφιθαλής» νεαρός περιέχυνε την Ειρεσιώνη με κρασί από έναν αμφορέα και την κρεμούσε στην πύλη του ναού του Απόλλωνα.
Τα «Πυανέψια» ή «Πυανόψια» ήταν γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Απόλλωνα με προσφορά καρπών και φρούτων, ενώ κατά την κλασική εποχή, αποτελούσαν μέρος της γιορτής των Θησείων. O Λυκούργος αναφέρει ότι στην Αθήνα η γιορτή ονομαζόταν «Πυανόψια», ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες την αποκαλούσαν «Πανόψια», γιατί «φαίνονταν όλοι οι καρποί».
Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ύστερα, σταμάτησε στην Δήλο, όπου έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι, σε περίπτωση που κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο, θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε τη υπόσχεσή του καθιερώνοντας τον θεσμό της Ειρεσιώνης.
Πρόγονος λοιπόν του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη, όπου μέσω αυτής μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι αφού δεν είχαν ελαιόδεντρα, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που υπήρχαν στον κάθε τόπο. Μετέφεραν μάλιστα, τη συνήθεια στις γιορτές αυτών των ημερών, στην καρδιά του χειμώνα.
Το έθιμο καταδικάστηκε ως ειδωλολατρικό από το θεοκρατικό Βυζάντιο και απαγορεύτηκε. Αιώνες αργότερα επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο. Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, γι’ αυτόν τον λόγο, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε με χαρά, αν και επί αρκετές δεκαετίες αντί δέντρου οι Ελληνες στόλιζαν καραβάκι.
Από Liberal