Εικόνες απο το Τελ Αβιβ |
Τον Νοέμβριο του 1917, σε μια περίοδο κορύφωσης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Αρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, απηύθυνε επιστολή στον ηγέτη της εβραϊκής κοινότητας στη Μεγάλη Βρετανία, Λόρδο Ρότσιλντ, με την οποία εξέφραζε τη στήριξη της κυβέρνησής του στην προοπτική δημιουργίας μιας «εθνικής εστίας» για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη. Επρόκειτο για την περίφημη «Διακήρυξη Μπάλφουρ» η οποία, αν και συνειδητά απέφευγε να κάνει χρήση της λέξης «κράτος», αποτέλεσε την πρώτη διεθνή αναγνώριση των στόχων του κινήματος του Σιωνισμού. Εμπνευσμένο από τις αρχές και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, το κίνημα του Σιωνισμού αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και στην τσαρική Ρωσία και έκτοτε απέβλεπε στη δημιουργία ενός εβραϊκού εθνικού κράτους στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στο πλαίσιο αυτό, από το 1882 έως το 1914, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι μετανάστευσαν στην αρχαία κοιτίδα τους, όπου σταδιακά αγόρασαν μεγάλες κτάσεις εγης και ανέπτυξαν τους δικούς τους θεσμούς.
Τα κίνητρα πίσω από την εξαγγελία της «Διακήρυξης Μπάλφουρ» ήταν σαφή: προσβλέποντας στην οικονομική, πολιτική και διπλωματική βοήθεια από το εβραϊκό στοιχείο, που διέθετε ισχυρά ερείσματα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Ρωσία, το Λονδίνο «προσέφερε» μέρος της Παλαιστίνης για να δημιουργηθεί εκεί, μετά τον πόλεμο, μια «εβραϊκή εστία». Το ενδιαφέρον σημείο στη βρετανική «προσφορά» ήταν ότι η Παλαιστίνη, όπως άλλωστε και το σύνολο σχεδόν της Μέσης Ανατολής, αποτελούσε τμήμα της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που από το 1914 ήταν σύμμαχος της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, η Βρετανία, επιχειρώντας να διευρύνει τις συμμαχίες της, δεν δίστασε να δώσει ως αντάλλαγμα «εχθρικό» έδαφος - μια τακτική την οποία επανέλαβε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι Βρετανοί μοίραζαν εδάφη που δεν τους ανήκαν· το πρόβλημα ήταν ότι δύο χρόνια νωρίτερα είχαν «προσφέρει» τα ίδια ακριβώς εδάφη και στους Αραβες, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν στον αγώνα εναντίον των Τούρκων.
Οπωσδήποτε, η υπαγωγή της Παλαιστίνης υπό βρετανικό έλεγχο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες ούτε του αραβικού κόσμου, ούτε βέβαια του σιωνιστικού κινήματος. Παρ' όλα αυτά, υπό την ενθάρρυνση του Λονδίνου, ο εποικισμός της Παλαιστίνης από Εβραίους συνεχίσθηκε καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ετσι, το 1939, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το εβραϊκό στοιχείο στην περιοχή άγγιζε τις 440.000, που αντιστοιχούσε στο 30% του συνολικού πληθυσμού. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αράβων που θεωρούσαν ότι οι Βρετανοί απέβλεπαν στη δημιουργία εβραϊκού κράτους στη Μέση Ανατολή. Ηδη, το 1921 σημειώθηκαν οι πρώτες ευρείας κλίμακας συγκρούσεις ανάμεσα στην αραβική και στην εβραϊκή κοινότητα, ενώ το 1936 ξέσπασε η λεγόμενη «Αραβική Εξέγερση», που στρεφόταν τόσο εναντίον των Βρετανών όσο και των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης.
Τα δύο σχέδια για το μέλλον της Παλαιστίνης
Το αίτημα για δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους απέκτησε τεράστια δυναμική μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η δραματική εμπειρία του Ολοκαυτώματος είχε πείσει πλέον τη διεθνή κοινότητα για την ανάγκη οριστικής διευθέτησης του «εβραϊκού ζητήματος». Ούτως ή άλλως το προσφυγικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη είχε αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια του πολέμου: το 1945 ο εβραϊκός πληθυσμός στην περιοχή έφτασε τις 550.000 για να ξεπεράσει, δύο χρόνια αργότερα, τις 600.000.
Την ίδια περίοδο, η υποχώρηση της βρετανικής ισχύος ανά την υφήλιο έμελλε να επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αντιμέτωπη με τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που της κληροδότησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Εργατική κυβέρνηση του Κλέμεντ Ατλι δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει άθικτη την αχανή βρετανική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μάλιστα όταν το αίτημα των αποικιακών λαών για ελευθερία έβρισκε θετική ανταπόκριση και από τις δύο νέες υπερδυνάμεις: τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση. Ετσι, το 1946, οι Βρετανοί αποχώρησαν από την Ιορδανία, ενώ το καλοκαίρι του επόμενου έτους θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν ακόμα και την Ινδία.
Η εξασθένηση της Βρετανίας κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εβραϊκές παραστρατιωτικές οργανώσεις (όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν κ.ά.), οδήγησαν το Λονδίνο στην απόφαση να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη. Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία ζήτησε από τον νεοσύστατο Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών να αποφανθεί σχετικά με την τύχη της Παλαιστίνης που, μετά την αποχώρηση των Γάλλων από τη Συρία και τον Λίβανο, αποτελούσε την τελευταία δυτική «εντολή» στη Μέση Ανατολή. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ο ΟΗΕ συγκρότησε ειδική επιτροπή η οποία, αφού μελέτησε διεξοδικά την κατάσταση έτσι όπως είχε διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπέβαλε δύο σχέδια για το μέλλον της Παλαιστίνης: το πρώτο σχέδιο, που συντάχθηκε από την πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, εισηγείτο τη διαίρεση της Παλαιστίνης με τη δημιουργία ενός εβραϊκού και ενός αραβικού κράτους. Αντίθετα, το σχέδιο της μειοψηφίας προέκρινε την ομοσπονδιακή ένωση των δύο κρατών και την άσκηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Η εβραϊκή πλευρά αποδέχθηκε την πρόταση της πλειοψηφίας, ενώ οι Αραβες απέρριψαν και τα δύο σχέδια. Ετσι, στις 29 Νοεμβρίου 1947, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε κατά πλειοψηφία (33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 αποχές) τη σύσταση δύο κρατών, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού. Η Ιερουσαλήμ, ιερή πόλη και για τους δύο λαούς, θα ετίθετο υπό διεθνή έλεγχο. Λίγους μήνες αργότερα, στις 14 Μαΐου 1948, ανακοινώθηκε η ίδρυση του Ισραήλ με πρόεδρο τον Χαΐμ Βάισμαν και πρωθυπουργό τον Δαβίδ Μπεν Γκουριόν. Ο αραβικός κόσμος, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ σε μια περιοχή που πίστευε ότι του ανήκε, αλλά είχε δοθεί στους Εβραίους από τη Δύση ως «αποζημίωση» για το Ολοκαύτωμα. Στις 15 Μαΐου, μία μόλις ημέρα μετά την ανακήρυξη της ίδρυσης του Ισραήλ, στρατιωτικές δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Συρίας επιτέθηκαν εναντίον του νεοσύστατου κράτους. Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει...
Η στάση της Ελλάδας
Η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που το 1947 ψήφισε εναντίον της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Οι παραδοσιακοί δεσμοί με τον αραβικό κόσμο, τα γενικότερα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, καθώς και ο φόβος αντιποίνων εις βάρος της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, οδήγησαν την κυβέρνηση Σοφούλη στην απόφαση να αντιταχθεί στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Αν και τον Μάρτιο του 1949 η Ελλάδα αναγνώρισε de facto το Ισραήλ, οι σχέσεις των Αθηνών με την Ιερουσαλήμ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως παρά μόνο το 1990, όταν η ελληνική πλευρά, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προχώρησε στην de jure αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, θέτοντας τις βάσεις για τη σημερινή συνεργασία των δύο κρατών.
* Ο κ. Μανόλης Κούμας διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.