Τι ήταν για εσάς η δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα;Οι επιμελητές της έκθεσης GR80s παρουσιάζουν στοιχεία μιας δεκαετίας που αγαπήθηκε και παρεξηγήθηκε
Κείμενο: Άννα Ρούτση
Email: routsi@elculture.gr
3, 2, 1… πάμε πίσω ολοταχώς μήπως δούμε καθαρότερα το Τώρα: Σε λίγες μέρες όλα στην Τεχνόπολη θα δείχνουν eighties!
H έκθεση «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη», από τις 25 Ιανουαρίου έως τις 12 Μαρτίου 2017, θα εισάγει τον επισκέπτη στην ελληνική δεκαετία του ’80, μέσα από τέσσερις θεματικές κατηγορίες: την πολιτική, τις τέχνες, τον τρόπο ζωής και την τεχνολογία.
Η διαδρομή αυτή θα αναπτυχθεί σε δεκατρία περίπτερα με θεματικές που εκτείνονται από πολιτική, ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, ΜΜΕ, γλώσσα, τεχνολογία, αυτοκίνηση μέχρι κινηματογράφο, μόδα, εικαστικά, λαϊκή ζωή, βιβλίο, νεανικές κουλτούρες, μαζικό πολιτισμό και κατανάλωση.
Παράλληλα, διοργανώνονται εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, δρώμενα, ημερίδες και διαλέξεις, workshops, σε συνδιοργάνωση με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Πριν από δύο περίπου μήνες είχαμε μιλήσει με τον καθηγητή Παναγή Παναγιωτόπουλο που επιμελείται την έκθεση, για το σκεπτικό, την προβληματική και τη σημασία των eighties πέρα από στερεότυπα και νοσταλγία.
Σήμερα ρωτάμε τους επιμελητές των περιπτέρων για τη δουλειά που επιμελούνται και για τη δική τους γεύση από τη θρυλική δεκαετία:
Ο Νικόλας Σεβαστάκης, συγγραφέας και καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, επιμελείται το περίπτερο Πολιτική-Ιδεολογία:
«Η ιδεολογία είναι ένα πεδίο ρευστό και αφηρημένο. Ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχές όπου η πολιτική πράγματι φαίνεται να «αλλάζει τη ζωή» και μια ολόκληρη κοινωνία ανακαλύπτει νέες αξίες και τρόπους ζωής.
Η δεκαετία του ’80 ήταν ένας τέτοιος καιρός. Αλλά από την απόσταση που έχουμε διανύσει υπάρχει ο κίνδυνος να τη δει κανείς σαν συγκόλληση στερεότυπων: ο λαϊκισμός, το κιτς, τα μπαράκια, ο καταναλωτισμός.
Η ελπίδα της αρχής και τα σκάνδαλα του τέλους, στο «βρώμικο» 1989. Για μένα το δύσκολο είναι να δείξει κανείς την ιδεολογική ποικιλία της περιόδου, αντλώντας στοιχεία και από τις δυο δεξαμενές: και από την πολιτική και από τον πολιτισμό, από τα επίσημα σχέδια αλλά και από την ευρύτερη κυκλοφορία ιδεών και συμβόλων.
Κάπως έτσι προσεγγίζω την ιδεολογία στο GR80s. Σαν ένα σύνολο αφηγήσεων που παρουσιάζουν τη χώρα και τη σχέση της με τον κόσμο κοιτάζοντας στο δυτικό παράδειγμα, αλλά με αμφιθυμία και πολλούς λογαριασμούς με το παρελθόν. Σημασία έχουν βέβαια οι μεγάλες ιδεολογικές τομές, αλλά και οι μικρές και συχνά υποτιμημένες μετατοπίσεις. Και αυτό το ανιχνεύεις καλύτερα στα πολιτισμικά αντικείμενα της περιόδου παρά στα ντοκουμέντα των κομμάτων».
Σπύρος Στάβερης
«Το ’80 ήταν για μένα ο χρόνος της νεότητας. Έρωτας, σπουδές, πολιτική, το νησί και η πόλη με το καράβι της γραμμής Πειραιάς/ Καρλόβασι.
Ξεχωρίζω τα χρόνια στην Πάντειο, ανάμεσα στο 1982 και στο ’87, όπου έμαθα να διαβάζω καινούρια πράγματα και συνάντησα ανθρώπους με διάθεση εξερεύνησης: καθόλου «φοιτητική ζωή» στην μπανάλ εκδοχή της, αλλά μια διαδρομή ανάμεσα στη γνώση και στη ζωή, στον τρόπο να ψάχνεις μια βιβλιογραφία και να χάνεσαι σε ένα δισκάδικο για ώρα, αδιαφορώντας για το “χάσιμο χρόνου”.
Κάτι ακόμα: προς το τέλος της δεκαετίας, ένα κακό προαίσθημα και μια μελαγχολική αίσθηση. Η δολοφονία του Μπακογιάννη από την 17 Νοέμβρη και τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής στην έξαψη του «αυριανισμού», έμειναν στη μνήμη σαν σκοτεινοί χρησμοί για το μέλλον».
Ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος, δημοσιογράφος – διευθυντής του Kosmos 93,6 & 107, επιμελείται τα περίπτερα Μόδα και ντίσκο και Νεανικές κουλτούρες:
«Θέλησα να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι της δεκαετίας του ’80 προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε τις δικές μας ταυτότητες. Να τις κατασκευάσουμε με τα υλικά της εποχής, τα δικά μας υλικά, αντί να δανειστούμε προκάτ ταυτότητες όπως, εκ των πραγμάτων και με ελάχιστα περιθώρια διαφυγής, συνέβη στις προηγούμενες γενιές. Μέσα από τον τρόπο που αναδεικνύουμε τις «Νεανικές Υποκουλτούρες» της δεκαετίας του ’80 θέλουμε να προβάλλουμε δομημένες όψεις αυτής της, όχι πάντα επιτυχημένης, ενίοτε και φαιδρής, προσπάθειας να γίνουμε αυτό που φανταζόμασταν ότι είμαστε».
«Τι ήταν για μένα τα eighties; Ήταν η μουσική, οι φίλοι, τα ατελείωτα καλοκαίρια, η αιωνιότητα… Ήταν τα πάρτυ, η πολιτική, οι έρωτες, οι σπουδές, η δουλειά… όλα ανακατωμένα και σε χρόνο ενεστώτα. Προβάραμε πόζες, βγάζαμε φανταστικές φωτογραφίες και τις ταιριάζαμε με τις φανταστικές μας ταυτότητες, με τις οποίες περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε τα αόρατα σύνορα του νέου καταναλωτικού κόσμου. Δεν τη συμπάθησα ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80, ίσως γιατί την έζησα πολύ, όσο περισσότερο μπορούσα. Και πάντοτε ήθελα να είναι (δηλαδή να είμαι) κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Αυτό δε σημαίνει «είμαι νέος»;
Το περίπτερο Μόδα και ντίσκο συνεπιμελείται η δημοσιογράφος Έφη Φαλίδα που σχολιάζει:
«Το περίπτερο της μόδας παρουσιάζει μία θεματική που παραπέμπει στη σημασία της βραδινής εξόδου με κατεύθυνση τους χώρους ντίσκο, δίνοντας έμφαση στο ύφος του γκλάμορ που χαρακτηρίζει στη μεγαλύτερη χρονική έκταση αυτή τη δεκαετία. Παράλληλα παρουσιάζονται και οι κατευθύνσεις μίας διεθνούς πρωτοπορίας που αναδύεται εκείνη την εποχή μέσα από τους σταρ σχεδιαστές μόδας.
Έτσι το στυλ γκλάμορ συνδιαλέγεται με το ριζοσπαστικό ύφος που εξελίσσει τη μόδα πέρα από το κιτς και τη χλιδή. Ωστόσο στην ελληνική επικράτεια ο χώρος της ντίσκο ήταν ένα πεδίο στιλιστικών αντιπαραθέσεων που ανταγωνίστηκε τις κοσμικές εκφάνσεις σε κέντρα νυχτερινής διασκέδασης (ο κομψός χαρακτηρισμός για τα κυριλέ μπουζούκια). Γι’ αυτό και η μείξη των δημιουργιών με ελληνική υπογραφή και των κομματιών από μπουτίκ περιοχών της Αθήνας ή από ελληνικές βιοτεχνίες συμπληρώνουν αυτόν τον χώρο στην Τεχνόπολη που συνενώνει παράξενες αναμνήσεις διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.
Σε αυτήν λοιπόν την περίεργη ντίσκο η ατμόσφαιρα συμπληρώνεται χάρη στην παρουσία έργων τριών καλλιτεχνών. Η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου δίνει πρόσωπα στις κούκλες ραπτικής όπου παρουσιάζονται τα ρούχα των Ελλήνων και ξένων σχεδιαστών (μεταξύ άλλων Vivienne Westwood, Yohji Yamamoto, Yves Saint Laurent, Λουκία, Παρθένης, Τσεκλένης, Λούης Γεράρδος, Ντίμης Κρίτσας, Τζέημς Γαλανός κ.α). Η Όλγα Μηλιαρέση-Φωκά «βαφτίζει» με τις φωτεινές επιγραφές της τη ντίσκο «iintendoletgo». Και η Μαρία Παπαδημητρίου με τα κολλάζ της ανασύρει εικόνες μόδας, διαφήμισης και χώρων συνθέτοντας τα ανοίκεια σώματα μίας περασμένης εποχής».
«Η δεκαετία του ’80 μοιάζει με ένα κουτί όπου μέσα σε αυτό φυλάσσονται εικόνες, σημειώσεις, μικροαντικείμενα φετίχ συναισθηματικής αξίας. Ένα κουτί που ο κάτοχός του αποφεύγει να ανοίξει όχι επειδή θα επικρατήσει η μελαγχολία της περασμένης νιότης, αλλά επειδή ανοίγοντάς το θα συνεχίσει να διαχειρίζεται το παρόν με γνώμονα το “τότε”. Ας δούμε αυτό που έχουμε τώρα γύρω μας και ας απολαύσουμε αυτήν τη ζωντανή συνθήκη που μεταβάλλεται. Καθώς η άγνωστη συνέχειά της μας ενεργοποιεί».
Η Κατερίνα Σχινά, μεταφράστρια και βιβλιοκριτικός, επιμελείται τη βιβλιοθήκη και το αναγνωστήριο του ’80:
«Το δικό μας περίπτερο είναι μια βιβλιοθήκη. Όχι η βιβλιοθήκη που θα έβρισκε κανείς τη δεκαετία του ’80 σ’ ένα σπίτι φιλαναγνώστη (γιατί αυτή αναπόφευκτα θα περιείχε και πολύ παλαιότερες εκδόσεις), αλλά μια βιβλιοθήκη αποτελούμενη αποκλειστικά από βιβλία που εκδόθηκαν ανάμεσα στο ’79 και το ’90, μια εποχή θολή, υποσχετική και συνάμα μετέωρη, που ταλαντευόταν ανάμεσα σ’ αυτό που υπήρξε και σ’ αυτό που θα ’ρχόταν, ανάμεσα στις φτηνές, γεμάτες τυπογραφικά λάθη, αδέξιες μεταφραστικά αλλοτινές εκδόσεις και σ’ εκείνες που είτε επένδυαν στο ανανεωμένο παράδειγμα ενός Φίλιππου Βλάχου (εκδόσεις Κείμενα), είτε σε μια γεμάτη αυτοπεποίθηση και νεανικό σφρίγος εφόρμηση προς ανεξερεύνητες οδούς.
Η βιβλιοθήκη που στήσαμε με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, περιέχει ελληνική ποίηση και πεζογραφία, δοκίμια, μελέτες, βιβλία φιλοσοφίας, ψυχανάλυσης, κοινωνιολογίας και πολιτικής και βέβαια πολλή ξένη λογοτεχνία μεταφρασμένη στα ελληνικά. Και επιχειρεί να αναδείξει τις μεμονωμένες προσπάθειες, τα τολμηρά βήματα (που τότε, ίσως και να έμοιαζαν με απονενοημένα διαβήματα), τους σπάνιους πρωτοπόρους, όσα, με άλλα λόγια, έβαλαν ένα πρώτο λιθαράκι για την εκδοτική έκρηξη που ζήσαμε στις δεκαετίες του ’90 και του 2000».
«Η δεκαετία του ’80 για μένα… Είναι η νιότη μου, κι αυτό τα λέει όλα, νομίζω. Όταν την σκέφτομαι, θυμάμαι ταξίδια, έρωτες, φίλους και βιβλία και βέβαια μια γνωριμία και μια συνεργασία που με έμαθε να βλέπω πιο καθαρά τον κόσμο: τη συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι στο περιοδικό «Το τέταρτο». Α, και τα χρόνια που πέρασα στην Αυγή, την εφημερίδα απ’ όπου ξεκίνησα, σε μια εποχή διαφορετική για τη δημοσιογραφία και, βεβαίως, για την Αριστερά».
Ο Λουκάς Κατσίκας, κριτικός κινηματογράφου και διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, συνεπιμελείται το περίπτερο Κινηματογράφος και Ο/Α κουλτούρα:
«Το περίπτερο του κινηματογράφου αποτελείται από εμβληματικές ταινίες μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ, χαρακτηριστικά εμπορικά φιλμ και τηλεοπτικές εκπομπές της εποχής, όλα εγχώριας παραγωγής και συχνά πολύτιμης αρχειακής αξίας, τα οποία φιλοδοξούν μέσα από καθημερινές προβολές να χρησιμεύσουν αφενός ως εκθέματα ενός πρόσφατου παρελθόντος το οποίο χάθηκε ανεπιστρεπτί αλλά δε λησμονήθηκε, αφετέρου ως ένα οπτικοακουστικό ταξίδι που θα ανανεώνεται συνεχώς και θα προσφέρεται στο κοινό με διάθεση νοσταλγική, ενημερωτική και απολύτως ψυχαγωγική. Οι προβολές αυτές θα συνοδευτούν από ένα πρωτότυπο βίντεο συρραφής, μια λίστα με τις ταινίες-ορόσημο των eighties από το σύνολο του παγκόσμιου κινηματογράφου, σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, και από μια σειρά παράλληλων εκδηλώσεων (ομιλίες, workshops, masterclasses) που θα προσπαθήσουν να συμπληρώσουν περαιτέρω το ψηφιδωτό της δεκαετίας του ’80 και να φωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες πολιτιστικές πτυχές της. Κάπως έτσι, το αμφιθέατρο του 9,84 θα μετατραπεί σε μία πολυφωνική και μαζί απροσδόκητη ταινιοθήκη και βιντεοθήκη, στην οποία δέκα χρόνια της εγχώριας και ξένης ποπ κουλτούρας θα παρελαύνουν μέσα από εικόνες, πρόσωπα και ήχους».
«Πέρα από την προφανή αδυναμία που τρέφω προσωπικά για τη συγκεκριμένη δεκαετία, δεδομένου ότι είναι άρρηκτα δεμένη με την εφηβεία μου και προετοίμασε το έδαφος για οτιδήποτε έμελλε να χαρακτηρίσει τη μετέπειτα ζωή μου, η εποχή του ’80 στέκει για μένα ως ένα τελευταίο προπύργιο αθωότητας, ξενοιασιάς, ηθελημένου παλιμπαιδισμού και πηγαίου ενθουσιασμού που οι επόμενες δεκαετίες έμελλε με τον κυνισμό και την απάθειά τους να εξαφανίσουν δια παντός. Θα κουβαλώ τα χρόνια του ’80 μέσα μου με τον ίδιο τρόπο που κουβαλώ στη μνήμη μου τις τότε εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο, την «Κινηματογραφική Λέσχη» του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στην ΕΡΤ, την πρώτη φορά που είδα τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» και τον «Εξωγήινο» στη μεγάλη οθόνη (με ένα διαρκές χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό μου) ή την τελευταία μέρα στο σχολείο. Ιδωμένες πλέον από μακριά, οι μέρες εκείνες μοιάζουν με κάτι συνοικιακά σινεμά στα οποία συχνάζαμε παλιά: στη θέση τους βρίσκονται σήμερα πολυκατοικίες ή σούπερ μάρκετ, μπορούμε να τα επισκεπτόμαστε για πάντα, ωστόσο, χάρη στη φαντασία και τη μνήμη μας.
Γιατί δεν θέλουμε να τα αποχωριστούμε. Είναι κομμάτι του εαυτού μας».
Κράτα το Κράτα το