Saturday, December 6, 2014

Νεοφερμένες Ελληνίδες στην Αυστραλίαμ καταθέτουν τις εμπειρίες τους στο «Νέο Κόσμο»

Η Ντόρα Λακουμέντα

Νέες υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με αξιόλογα τυπικά προσόντα, δεξιότητες και εργασιακή εμπειρία. Τρεις γυναίκες, οι οποίες ανταποκρίνονται πλήρως στο προφίλ του «νεοφερμένου», όπως προκύπτει από την πρόσφατη Έρευνα της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας, μιλούν για τα εμπόδια που συνάντησαν και συναντούν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την αυστραλιανή αγορά εργασίας.
H Ντόρα Λακουμέντα είναι κάτοχος BSc in Genetics και Post Graduate Diploma in Education από το University of Melbourne. Μετά από 20 χρόνια διδασκαλίας Αγγλικών και διεύθυνσης του οικογενειακού φροντιστηρίου στην Πάτρα, επέστρεψε στον τόπο γέννησής της, τη Μελβούρνη, το 2012. Σήμερα εργάζεται σε Call Center. «Η θέση συνδυάζει Εξυπηρέτηση Πελατών με Τηλεφωνικές Πωλήσεις» λέει η κ. Λακουμέντα. «Το άγχος είναι πολύ και τα χρήματα λίγα. Όμως όταν ήρθα εδώ τρόμαξα με το υψηλό κόστος ζωής και επιδίωξα να εργαστώ το συντομότερο. Έστειλα αρκετές αιτήσεις, χωρίς να έχω την παραμικρή ανταπόκριση. Βρήκα αυτή τη δουλειά μέσω γνωστού και τη δέχτηκα. Σήμερα, με λιγότερο άγχος, θέλω να ψάξω για κάτι καλύτερο. Όμως οι γνώσεις και η εμπειρία μου σε ό,τι αφορά την προετοιμασία βιογραφικού ή τις συνεντεύξεις είναι πρακτικά ανύπαρκτες. Ποτέ πριν δεν χρειάστηκε να αναζητήσω εργασία και πραγματικά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω».
Στην περίπτωση της Αλκμήνης Μπαλντά, που στη διάρκεια της εικοσαετούς καριέρας της στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ελλάδα είχε αρκετές φορές βιώσει τη διαδικασία διεκδίκησης μίας θέσης εργασίας, η προηγούμενη εμπειρία δεν φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη. «Χρειάστηκε να ξεχάσω όσα γνώριζα σχετικά με το πώς λειτουργεί η αγορά εργασίας. Η επιλογή προσωπικού στην Αυστραλία ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες» παρατηρεί η κ. Μπαλντά.
Με επαγγελματική διαδρομή σε θέσεις ευθύνης σημαντικών οργανισμών και σπουδές σε Πολιτικές Επιστήμες, Διεθνείς Σχέσεις και Ναυτικό Δίκαιο, στην Ελβετία και το Λονδίνο, κατέφθασε στη Μελβούρνη μαζί με τις δύο κόρες της, γεμάτη αισιοδοξία. «Σε αναμονή για την έκδοση της βίζας μου, και έχοντας στο μυαλό μου τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα στην Ευρώπη, προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τοπικούς head hunters. Η εντύπωση που μου έδωσαν όσοι με δέχθηκαν ήταν εσφαλμένα αισιόδοξη - πιθανώς γιατί γνώριζαν ότι χωρίς βίζα δεν μπορούσα να εργαστώ, άρα δεν θα χρειαζόταν άμεσα να μου προτείνουν κάποια θέση. Δυστυχώς, αυτό λειτούργησε αρνητικά για μένα, διότι αν γνώριζα πόσο δύσκολο θα ήταν να βρω δουλειά στη συνέχεια, θα είχα φροντίσει να αποκτήσω τοπική εμπειρία, έστω εργαζόμενη εθελοντικά».
Η ανώμαλη προσγείωση για την κ. Μπαλντά έρχεται μετά την έκδοση της βίζας της, όταν ξεκινά τις αιτήσεις εργασίας. «Οι λίγες θέσεις που μου προτείνονται είναι με συμβόλαια μικρής διάρκειας. Γρήγορα διαπιστώνω ότι οι υπεύθυνοι επιλογής προσωπικού απλώς δεν λαμβάνουν υπόψη τους οποιαδήποτε εργασιακή εμπειρία έχει αποκτηθεί εκτός Αυστραλίας. Πιθανώς αυτό να μην ισχύει αν κάποιος έχει εργαστεί για πολυεθνικές όπως Coca Cola, Deloitte και PwC. Οι περισσότεροι, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο, δεν αξιολογούν προηγούμενη εμπειρία και δυνατότητες εξέλιξης, αλλά αναζητούν υποψήφιους που θα ταιριάξουν «φωτογραφικά» στα ζητούμενα της θέσης. Κάποιοι είναι αρνητικά προκατειλημμένοι απέναντι στην Ελλάδα, ενώ ούτε τα τυπικά μου προσόντα φαίνεται να βαρύνουν στη διαδικασία της αξιολόγησής μου».
Στο σημείο αυτό η κ. Μπαλντά ξεκινά μια δομημένη προσπάθεια προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Με τη βοήθεια εξειδικευμένου συμβούλου καριέρας, επιχειρεί «συνολικό re-packaging» του εαυτού της. Μαθαίνει πώς να ανταποκρίνεται στα ζητούμενα των recruiters: από το βιογραφικό και τις απαντήσεις στα key selection criteria, έως τη συνέντευξη. Το κόστος φτάνει τα $1.500, ωστόσο η ίδια συνιστά μια τέτοια επένδυση, επισημαίνοντας πως «χρειάζεται προσοχή στην επιλογή του ειδικού, δεν διακρίνονται όλοι από επαγγελματισμό και γνώση». Παράλληλα, αποκτά τοπική εργασιακή εμπειρία μέσα από θέσεις προσωρινής απασχόλησης. Σήμερα εργάζεται σε μία θέση ανάλογη του προφίλ της, στο Πανεπιστήμιο RMIT.
«Είναι πολύ εύκολο να σε καταβάλλουν οι συνεχείς απορρίψεις. Χρειάζεται επιμονή. Υπομονή. Γερό στομάχι. Να μάθεις να παρουσιάζεις τον εαυτό σου με διαφορετικό τρόπο, στοιχειοθετώντας το γιατί κάνεις για τη θέση. Πιστεύω ότι η Ελληνική Κοινότητα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο εδώ, εμπλουτίζοντας τις υπηρεσίες που παρέχει, έχοντας στο μυαλό της τη νέα σύνθεση πληθυσμού που καλείται να εξυπηρετήσει» τονίζει η κ. Μπαλντά. «Η σωστή ενημέρωση είναι ένα ακόμη ζήτημα» προσθέτει. «Ο τρόπος που παρουσιαζόταν η χώρα από τα ελληνικά media ήταν παραπλανητικός. Μιλούσαν για οικογένειες που μετοικούσαν με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Παραλείποντας να αναφέρουν ότι αυτά ίσχυαν μόνο για πολύ συγκεκριμένες, δυσεύρετες ειδικότητες».
Η Τίνα Νικηφοράκη, (η οποία πότε-πότε γράφει και για το «Νέο Κόσμο»), σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κυρίες που άφησαν την Ελλάδα λόγω κρίσης, άφησε τη Νέα Υόρκη για τη Μελβούρνη, λόγω... έρωτα. Σύζυγος Αυστραλού υπηκόου, με μεταπτυχιακό στο Global Fashion Management, πτυχίο στα Οικονομικά και συνεργασίες με ονόματα όπως Calvin Klein και John Varvatos, χρειάστηκε να ξεκινήσει από την αρχή. Η πρώτη της δουλειά ήταν στις πωλήσεις ενδυμάτων, σε Outlet. Σήμερα εργάζεται ως Βοηθός Υπεύθυνη Καταστήματος σε αλυσίδα επώνυμων ενδυμάτων.
«Νιώθω ότι έκανα ένα πισωγύρισμα» λέει για το ότι η εργασιακή εμπειρία και οι γνώσεις της δεν εκτιμήθηκαν από την τοπική αγορά. «Οι recruiters άρχισαν να ανταποκρίνονται μόνο όταν απέκτησα εργασιακή εμπειρία στη Μελβούρνη. Και πάλι, οι θέσεις που μου πρότειναν ήταν στις Πωλήσεις και casual». Η δική της συμβουλή στους νεοφερμένους είναι «Δικτύωση! Ο σημερινός μου εργοδότης με βρήκε μέσα από το LinkedIn. Την πρώτη μου δουλειά στην Αυστραλία την βρήκα μέσω ενός networking event του HACCI. Και να είναι ανοιχτοί σε κάθε εργασία στην αρχή» προσθέτει. «Είναι σημαντικό να εμφανίζουν τοπική εμπειρία στο βιογραφικό τους».
Το ζήτημα που σκιαγραφείται μέσα από τις εμπειρίες των τριών νεοφερμένων ξεπερνά τα προσωπικά δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί πως είναι πρακτικά αόρατος για Αυστραλούς εργοδότες και recruiters. Οι νεοφερμένοι, με τις δεξιότητες, τις γνώσεις και την εμπειρία τους, αποτελούν μία, όπως φαίνεται, εν πολλοίς αναξιοποίητη πηγή ταλέντου. Οι πιθανότητες να χαθούν στη... μετάφραση από την εκτός Αυστραλίας εργασιακή πραγματικότητα στην τοπική αγορά και να μείνουν κολλημένοι επί μακρόν σε ρόλους κατώτερους των δυνατοτήτων τους έχει ένα κόστος ευκαιρίας για τα ίδια τα άτομα, τις οικογένειές τους, την ομογένεια και την τοπική οικονομία. Σε μία εποχή που το ταλέντο αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τις επιχειρήσεις διεθνώς, η ελλιπής αξιοποίηση των ταλέντων που έχει στη διάθεσή της η ομογένεια, μοιάζει με δυσβάσταχτη πολυτέλεια.
Ωστόσο, η Αυστραλο-Eλληνική Κοινωνική Πρόνοια δεν αρκείται στο να αναδείξει το πρόβλημα μέσω μιας έρευνας. Με την εμπειρία που έχει από την επιτυχημένη λειτουργία άλλων δομών και προγραμμάτων στήριξης, ανέπτυξε ένα δομημένο σχέδιο δράσης για τη στήριξη των νεοφερμένων και ήδη διεκδικεί κρατικούς πόρους για την υλοποίησή του.
Η κ. Βούλα Μεσημέρη, διευθύνουσα σύμβουλος του οργανισμού, μιλά για ένα «Πρόγραμμα Μετάβασης στην Αγορά Εργασίας - Career Transition Program», το οποίο θα παρέχει στους νεοφερμένους πρακτική καθοδήγηση και στήριξη σε ζητήματα όπως: συγγραφή βιογραφικού και συνοδευτικής επιστολής, τεχνικές αναζήτησης εργασίας, προετοιμασία για συνέντευξη, ανάπτυξη απαραίτητων, μη-τεχνικών, δεξιοτήτων όπως επικοινωνία, εργασιακά δικαιώματα και αποτελεσματικές τεχνικές δικτύωσης.
Το πλάνο δράσης περιλαμβάνει ακόμη «τη συνδιοργάνωση με φορείς της ομογένειας μιας ετήσιας Έκθεσης (Career Expo), η οποία θα βοηθήσει τους νεότερους κυρίως σε ζητήματα σχεδιασμού σταδιοδρομίας, αναγνώρισης τυπικών προσόντων και βελτίωσης των δεξιοτήτων τους» συμπληρώνει η κ. Μεσημέρη. «Επίσης, θα τους φέρει σε επαφή με ευκαιρίες για εθελοντική δράση και με θέσεις μαθητείας».









No comments:

Post a Comment

wibiya widget