1418 × 1039 - Μπερτολτ Μπρεχτ Γεννήθηκε το 1898 στο Αουγκσμπούργκ της Βαυαρίας
1 Για τον φτωχό Μπ .Μπ.
Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.
Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.
Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.
Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.
Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.
Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)
Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!
2 Ο Θεός του Πολέμου
Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.
3 Κακή εποχή για τη νεολαία
Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απ’ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση ,ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.Απ’ τη μεριά μου
το επιδοκιμάζω,κι όμως θα ‘θελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σ’ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.
4 Η ντροπή
Όταν με κλέψαν στο Λος Άντζελες, την πόλη
των εμπορεύσιμων ονείρων,παρατήρησα
με τι τρόπο την κλοπή, που είχε γίνει από ένα πρόσφυγα
όμοιο με μένα κι αναγνώστη
όλων των ποιημάτων μου, όλο φροντίδα μυστική την κράτησα
λες και φοβόμουνα πως η ντροπή
γνωστή να γίνει θα μπορούσε,ας πούμε, στων θηρίων τον κόσμο.
5 Ύμνος στο Θεό
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλουν να πεθάνουν, δεν τους άφησες.
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουνε σαπίσει
πιστεύανε σε σένα και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως και σαπίσαν παρευθύς.
Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν
χωρίς εσένα να πεθάνουν
πες μου, τι σημασία έχει τ’ ότι δεν υπάρχεις;
6 Αν κρατούσαμε αιώνια
Αν κρατούσαμε αιώνια
Θ’ άλλαζαν τα παντα
Μια κι είμαστε όμως θνητοί
Πολλά παραμένουν στην παλιά τους μορφή.
7 Δε χρειάζομαι ταφόπετρα
Εγώ δε χρειάζομαι ταφόπετρα,
αν όμως εσείς χρειάζεστε για μένα
πάνω της θα ήθελα να γράφονταν τούτο:
Έκανε προτάσεις. Εμείς
τις δεχτήκαμε.
Με μια τέτοια γραφή
θα είχαμε όλοι
τιμηθεί.