Friday, June 15, 2018

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.Μυστικά κονδύλια, Μακεδονικό κ.ά.

Άρθρο της "Ελευθεροτυπίας" 3.6.2007

Μυστικά κονδύλια, φανερά άρθρα

Εβδομάδα εκλογών για τους δημοσιογράφους και θυμηθήκαμε τα περίφημα μυστικά κονδύλια που είναι τόσο μυστικά ώστε πρέπει να πέσει μια κυβέρνηση για ν' ακούσουμε κάτι γι' αυτά. Ιδού μερικοί τρόποι δράσης του συστήματος διατεταγμένης «εθνωφελούς» αρθρογραφίας. 

Εκλογές το Σεπτέμβριο με αφορμή το «Σκοπιανό»; Δεν πρόλαβε καλά καλά να κυκλοφορήσει το σχετικό σενάριο, και γίναμε μάρτυρες της ξαφνικής ανάστασης του εν λόγω «εθνικού μας θέματος» από τα φιλοκυβερνητικά -και όχι μόνο- ΜΜΕ.

Κάποιες άκρως τετριμμένες δηλώσεις αξιωματούχων της ΠΓΔΜ μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε πρωτοσέλιδες «προκλήσεις», ενώ ελλείψει διαθέσιμων μακεδονομάχων ανασύρθηκαν ξανά από το περιθώριο οι συνήθεις υπερατλαντικοί εθνικόφρονες της «Παμμακεδονικής Α.Ε.».

Φως φανάρι πως ο Κων/νος Μητσοτάκης έπεσε εν μέρει έξω, όταν έκανε τη γνωστή δήλωσή του για τη χρονική διάρκεια των εθνικών μας ανακλαστικών: μιάμιση δεκαετία μετά τα συλλαλητήρια του 1992 το Μακεδονικό έχει όντως ξεχαστεί, εκτός από τις φορές που οι κυβερνήτες μας αισθάνονται -για τους δικούς τους λόγους- την ανάγκη να μας το «υπενθυμίσουν».

Μικρό το κακό. Στο κάτω κάτω της γραφής, το «Σκοπιανό» υπήρξε εκ γενετής ένα «εθνικό θέμα» που κατασκευάστηκε κυριολεκτικά εκ του μηδενός από τα εγχώρια ΜΜΕ, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ταπεινές ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής -από την κατασκευή του «αδιάλλακτα πατριωτικού» προφίλ του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά μέχρι την απόσπαση της προσοχής της κοινής γνώμης από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές «μεταρρυθμίσεις» της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο τεχνητός χαρακτήρας του δεν εμπόδισε φυσικά, αφ' ής στιγμής καλλιεργήθηκε η εθνικιστική υστερία, την παραγωγή υλικότατων πολιτικών αποτελεσμάτων: όπως εξήγησε ο Μιλτιάδης Εβερτ σε μιαν από τις εμπιστευτικές εξομολογήσεις του προς την αμερικανική πρεσβεία (27.3.92), κάποιοι «πολιτικοί βοήθησαν να δημιουργηθεί το κλίμα του ακραίου εθνικισμού, και τώρα το κοινό ωθεί τους πολιτικούς να πάνε πιο πέρα απ' ό,τι οι ίδιοι θα ήθελαν» (Αλ. Τάρκας, «Αθήνα - Σκόπια. Πίσω απ' τις κλειστές πόρτες», τ. Α', Αθήνα 1995, σ. 221).

Ενας βασικός μηχανισμός παραγωγής της εθνικιστικής έξαρσης του 1992 υπήρξαν, ως γνωστόν, τα διαβόητα μυστικά κονδύλια του ΥΠΕΞ. Χάρη σ' αυτά, μια μερίδα δημοσιογράφων «ενθαρρύνθηκε» να υιοθετήσει την πιο αδιάλλακτη, ανιστόρητη και πολιτικά καταστροφική «πατριωτική» γραμμή, για ένα ζήτημα που μέχρι τότε ουδόλως απασχολούσε τους πολίτες.

Οπως αποκαλύφθηκε τα επόμενα χρόνια, οι απόρρητες δαπάνες της «Υπηρεσίας Ενημέρωσης» του ΥΠΕΞ επί υπουργίας Σαμαρά εκτινάχθηκαν στα ουράνια (από 194 εκατομμύρια δρχ. το 1990 σε 714 εκατομμύρια το 1991 και σε 290 κατά το πρώτο τρίμηνο του 1992), για να ξεφουσκώσουν δραστικά μετά την αποπομπή του (μόλις 35 εκατομμύρια για το υπόλοιπο 1992).

Ανάλογη πορεία ακολούθησαν και οι «απόρρητες δαπάνες» που διατέθηκαν «με εντολή του κ. υπουργού», το συνολικό ύψος των οποίων επί Α. Σαμαρά έφτασε το 1.981.735.000 δρχ.

Σύμφωνα με τον τότε πρωθυπουργό, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων δόθηκε σε έλληνες δημοσιογράφους για να καλλιεργήσουν το εθνικιστικό κλίμα που εξυπηρετούσε τις πολιτικές φιλοδοξίες του Σαμαρά: «Υπήρχε ένα τσουβάλι με χαρτονομίσματα. Για την ακρίβεια ήταν μια μαύρη νάιλον σακούλα, σαν αυτές που βάζουν σκουπίδια, που ήταν γεμάτη πεντοχίλιαρα. Από εκεί έπαιρναν χρήματα και τα μοίραζαν» (Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ΕΣΗΕΑ, «Μυστικά κονδύλια - Πόρισμα», 19.10.1994, σ. 2).

Η γαλαντομία αυτή ήταν κοινό μυστικό, όπως διαπιστώνουμε από σχετική προειδοποίηση του Αντώνη Παπαγιαννίδη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (6.2.92). Παρ' όλο που το ζήτημα των «μυστικών κονδυλίων» αναδείχθηκε σε μείζον πολιτικό θέμα της εποχής, ελάχιστα συγκεκριμένα πράγματα ήρθαν τελικά στο φως, καθώς ο Σαμαράς φρόντισε να καταστρέψει -για λόγους «εθνικής ασφαλείας»- όλα τα σχετικά παραστατικά πριν παραδώσει το υπουργείο.

Θα ήταν, άλλωστε, άδικο να θεωρήσουμε ότι το 1991-92 αποτελεί κάποια σκοτεινή εξαίρεση στον ανέφελο, κατά τα άλλα, ουρανό της εθνικής μας δημοσιογραφίας. Απεναντίας, η διαπλοκή μιας ορισμένης σχολής δημοσιογράφων και ΜΜΕ με τις εθνικές υπηρεσίες και τα κονδύλια τους αποτελεί ένα από τα σταθερότερα εκ γενετής χαρακτηριστικά του ελληνικού τύπου (κι όχι μόνον αυτού). Εξίσου καθοριστική αποδεικνύεται η «αυτοσυγκράτηση» (διάβαζε: αυτολογοκρισία) μεγάλου μέρους των δημοσιογράφων που, χωρίς να αποτελούν τμήμα του μηχανισμού που περιγράψαμε, δέχονται να αναπαράγουν την εκάστοτε επίσημη κρατική (δηλ. κυβερνητική) γραμμή για τα ζητήματα εξωτερικής και μειονοτικής πολιτικής. Με αποτέλεσμα, η τελευταία να αμφισβητείται αποκλειστικά και μόνο από την πλευρά της «πατριωτικής» πλειοδοσίας, ενώ κρίσιμες πτυχές της κρατικής πολιτικής αποκρύπτονται συστηματικά απ' τον «κυρίαρχο» ελληνικό λαό.

Θα επιχειρήσουμε σήμερα μία εκ των ένδον περιγραφή αυτής της διαδικασίας παραγωγής μιας κατευθυνόμενης ή αυτολογοκρινόμενης «εθνικής» δημοσιογραφίας, με βάση επίσημα ντοκουμέντα των δεκαετιών του '60 και του '80. Παρά την ηλικία τους, τα έγγραφα αυτά παραμένουν άκρως επίκαιρα, καθώς αποτυπώνουν τη λειτουργία ενός μηχανισμού που ουδέποτε έπαψε να διαμορφώνει τη στάση των ΜΜΕ (και κατ' επέκταση της κοινής γνώμης) απέναντι στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».

«Κινητοποίησις εις αντίδρασιν»

Η πρώτη συλλογή ντοκουμέντων που διαθέτουμε αφορά τη δημοσιογραφική αντιμετώπιση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Πρόκειται για τα πρακτικά του «Συντονιστικού Συμβουλίου Θράκης», του σκιώδους δηλαδή οργάνου στο οποίο είχε ανατεθεί (εν αγνοία του Κοινοβουλίου και των ελλήνων πολιτών) η χάραξη της μειονοτικής πολιτικής κατά την καθοριστική για την περιοχή οκταετία 1962-1969. Η ύπαρξή του έγινε γνωστή μόλις το 2002, με το άνοιγμα των αρχείων της Γενικής Επιθεώρησης Ξένων & Μειονοτικών Σχολείων που φυλάσσονταν στα ΓΑΚ Καβάλας. Λίγο αργότερα, το αποκαλυπτικό αυτό αρχείο «έκλεισε» για τους ερευνητές με παρέμβαση του ΥΠΕΞ («Ιός» 19.2.06).

Η επιστράτευση του τοπικού τύπου της Θράκης για την εξυπηρέτηση των κρατικών και παρακρατικών χειρισμών του μειονοτικού αποτελεί πάγιο μέλημα των συνεδριάσεων του ΣΣΘ.

Ηδη στις 7.7.1962, ο πρόεδρός του Κων/νος Κουκουρίδης ανακοινώνει στα μέλη ότι «το Υπουργείον Εξωτερικών εδέχθη πρότασιν χρησιμοποιήσεως της εν Κομοτηνή εκδιδομένης εφημερίδος "Φωνή της Ροδόπης" δι' απαντήσεις επί των δημοσιευμάτων των τουρκοφώνων εφημερίδων».

Πρόκειται για τα μειονοτικά έντυπα «Τράκια» (Θράκη) της Ξάνθης και «Ακίν» (Ορμή) της Κομοτηνής, η αρθρογραφία των οποίων θεωρείται «δυσφημιστική και συκοφαντική» για την ελληνική διοίκηση.

Οσο για τη διαδικασία της «χρησιμοποίησης», αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά απλή: «εις τον Διευθυντήν τής εν λόγω εφημερίδος θα δίδωμεν από καιρού εις καιρόν ένα χρηματικόν βοήθημα». Το ότι «η εν λόγω εφημερίς δεν είναι Κυβερνητική» θεωρείται πλεονέκτημα, «δι' ευνοήτους λόγους».

Τελικά, το Συμβούλιο ενέκρινε τη συνεργασία, έκοψε ένα πρώτο κονδύλι 2.000 δρχ. και ζήτησε να καταβληθούν προσπάθειες «ίνα πεισθούν και αι λοιπαί εν Θράκη εκδιδόμεναι Ελληνικαί εφημερίδες ότι οφείλουν να αντικρούσουν τας συκοφαντικάς και δυσφημιστικάς δημοσιεύσεις των τουρκοφώνων εφημερίδων».

Για λόγους που αγνοούμε, η «Φωνή της Ροδόπης» δεν πρόκειται να ξαναεμφανιστεί στα πρακτικά του ΣΣΘ. Τη θέση της θα πάρουν άλλα τοπικά έντυπα. Στις 17.8.62, ο νομάρχης Ροδόπης κι ο διευθυντής της Νομαρχίας Ξάνθης προτείνουν (και το Συμβούλιο εγκρίνει ομόφωνα) «την καταβολήν εκτάκτου οικονομικής ενισχύσεως εκ 2.000 δρχ. εις εκάστην των εφημερίδων "Πρωία" Κομοτηνής και "Θρακικός Αγών" Ξάνθης διά την υπ' αυτών αναληφθείσαν πρωτοβουλίαν δημοσιεύσεως διαφόρων διαφωτιστικών άρθρων εις απάντησιν των δημοσιευμάτων των Τουρκοφώνων Εφημερίδων "Τράκια" και "Ακίν"».

Απ' αυτές, ο «Θρακικός Αγών» του Κων/νου Μάρκου θα αναδειχθεί τα επόμενα χρόνια σε προνομιακό παραλήπτη των μυστικών κονδυλίων του ΣΣΘ. Τη χρηματοδότησή του εισηγείται, σε σταθερή πλέον βάση, ο εκπρόσωπος της ΚΥΠ στο Συμβούλιο, λοχαγός Δημ. Ζουμπουλάκης.

«Εφ' άπαξ οικονομική ενίσχυσις» χορηγείται στην εφημερίδα στις 4.11.62 «διά την ένθερμον αρθρογραφίαν της επί των Ελληνικών δικαίων», στις 13.2.63 για «την λίαν επιτυχή απαντητικήν αρθρογραφίαν του Δ/ντού της προς αντίκρουσιν των ανθελληνικών δημοσιευμάτων της "Τράκια"», και ξανά στις 17.9.63 για την «συνεχιζομένην δημοσίευσιν παντός είδους κειμένων», με τα οποία «ανασκευάζονται» τα δημοσιεύματα όχι μόνο των μειονοτικών εντύπων αλλά κι εκείνων της Κωνσταντινούπολης.

Η αξιοποίηση, όμως, του πρόθυμου δημοσιογράφου δεν περιορίζεται σε «ανασκευαστικά» άρθρα επί του μειονοτικού. Στην 31η συνεδρίαση του οργάνου (4.7.63), ο εκπρόσωπος της ΚΥΠ εξηγεί ότι ο διευθυντής του «Θρακικού Αγώνος» όχι μόνο «επεδόθη εις δημοσιογραφικόν αγώνα» υπακούοντας «εις σχετικάς υποδείξεις», αλλά και «κατ' επανάληψιν κατέθεσεν ως μάρτυς εις τας κατά της "Τράκια" αυτεπαγγέλτους διώξεις».

Ηδη από τις 7.7.62, το ΣΣΘ είχε αποφανθεί ότι η αρθρογραφία των μειονοτικών εντύπων «διεγείρει το αίσθημα του λαού και προκαλεί ανησυχίας εις αυτόν» -άρα μπορούσε (και έπρεπε) να διωχθεί με βάση το σχετικό άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα.

Ποιοι ήταν όμως οι στόχοι της όλης καμπάνιας; Ο «σωφρονισμός» του μειονοτικού τύπου: ο εκπρόσωπος της ΚΥΠ καταγράφει λ.χ. ως επιτυχία το γεγονός ότι ο εκδότης της «Τράκια» και βουλευτής Ξάνθης (του κυβερνώντος κόμματος!) Οσμάν Νουρή έχει «καταθορυβηθεί», καθώς «ουδόλως ανέμενεν την τοιαύτην ζωηράν και συνεχή αντίδρασιν από Ελληνικής δημοσιογραφικής πλευράς» (4.7.63).

Ενα δεύτερο -και σοβαρότερο- ζητούμενο είναι ωστόσο η όξυνση των διακοινοτικών σχέσεων μεταξύ της μειονότητας και της ελληνοχριστιανικής πλειοψηφίας, μέσα από το εθνικιστικό ντοπάρισμα της τελευταίας.

«Πρέπει να κινήσωμεν τους ημετέρους εις αντίδρασιν», ξεκαθαρίζει ο Κουκουρίδης, σκιαγραφώντας ό,τι κατά τη γνώμη του αποτελεί τη βάση του προβλήματος: «Οι Ελληνες της Θράκης βλέπουν το Μουσουλμανικόν στοιχείον ως τοιούτον προς εκμετάλλευσιν οικονομικήν και πολιτικήν, και ποτέ ως πρόβλημα. Διά να αντιδράση μία εφημερίς εις τας ύβρεις του Νουρή πρέπει να την πληρώσωμεν. Πίεσις Εθνικής συνειδήσεως δεν υπάρχει» (ΣΣΘ 31/4.7.63, σ. 15).

Τη διετία της κυβέρνησης Παπανδρέου (1964-65) δεν συναντάμε αναφορές σε δημοσιογράφους. Αγνωστο αν αυτό οφείλεται σε περικοπή των μυστικών κονδυλίων ή στο ότι τα διαθέσιμα πρακτικά του ΣΣΘ της περιόδου είναι «αποσπάσματα» και όχι πλήρη.

Το σίγουρο είναι πως ο μηχανισμός παρέμεινε στη θέση του και στις 6.7.66 ο νέος εκπρόσωπος της ΚΥΠ στο Συμβούλιο, ταγματάρχης Νικ. Δουμένης, εισηγείται ξανά «την οικονομικήν ενίσχυσιν της εν Ξάνθη εκδιδομένης Ελληνικής εφημερίδος "Θρακικός Αγών" ήτις με την λίαν επιτυχή αρθρογραφίαν της επί θεμάτων της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτ. Θράκης έχει υποβοηθήση σημαντικώς εις την εν γένει μειονοτικήν πολιτικήν».

Το ΣΣΘ συμφώνησε, εγκρίνοντας την καταβολή 3.000 δρχ. Θα το ξανακάνει (με εισήγηση πάντα της ΚΥΠ) στις 16.9.66, στις 9.2.67, στις 27.3.67, στις 31.7.67 και στις 21.12.67. Στην τελευταία αυτή συνεδρίαση, η υπηρεσία εξηγεί σε άπταιστο παπαδοπουλικό ιδίωμα ότι το επίδομα καταβάλλεται στο διευθυντή της εφημερίδας «λόγω συνεχούς ενασχολήσεώς του λίαν επιτυχώς επί θεμάτων της μουσουλμανικής μειονότητος, επιτυγχανομένης ούτω της ενημερώσεως της τε Ελληνικής και Μουσουλμανικής κοινής γνώμης επί των πραγματικών θέσεων της Ελληνικής Πατρίδος».

Δεν είναι ο μόνος. Στις 16.9.66 ο Νομάρχης Ροδόπης πληροφορεί το Συμβούλιο ότι οι υπηρεσίες του προμηθεύτηκαν «2.000 φύλλα της εν Κομοτηνή εκδιδομένης εφημερίδος "Πρόοδος"», όπου «εδημοσιεύθη άρθρον διά τον τούρκον Πρέσβυν Τουλούι».

Οι εφημερίδες «διενεμήθησαν εις τας Κοινότητας και τα Σχολεία των τριών Νομών» της Θράκης, στο πλαίσιο προφανώς των προσπαθειών για «εξύψωσιν» της «εθνικής συνειδήσεως» του πληθυσμού. Το έντυπο «αποζημιώθηκε» με 3.000 δρχ.

Στις 21.12.67, πάλι, ο εκπρόσωπος της ΚΥΠ φέρνει στο ΣΣΘ καινούριο πελάτη: «εισηγείται όπως χορηγηθή οικονομική ενίσχυσις εις τον Δημοσιογράφον Κομοτηνής Κων. Καρκατσέλην, Διευθυντήν της εφημερίδος "Ελευθέρα Γνώμη" διά την ενθάρρυνσίν του προς συνέχισιν της λίαν επιτυχούς αρθρογραφίας του επί θεμάτων της Μουσουλμανικής Μειονότητος».

Η πρότασή του θα υποστηριχθεί από τους εκπροσώπους των στρατιωτικών μονάδων της περιοχής (ΧΧ ΤΘΜ και 29ο ΣΠ), με το πρόσθετο αίτημα η «ενίσχυσίς» του να είναι «ισόποσος προς την τοιαύτην του Κων. Μάρκου». Το Συμβούλιο εγκρίνει, εγκαινιάζοντας μια νέα συνεργασία με προοπτική. Στη μεθεπόμενη συνεδρίαση (27.3.68), ο Καρκατσέλης εισπράττει άλλες 3.000 δρχ., «ως έκτακτον επίδομα λόγω δημοσιεύσεως επικαίρου άρθρου επί Μείον. Θεμάτων».

Οι ρίζες της σύμπτωσης

Ποιο ήταν, όμως, το περιεχόμενο αυτής της καλοπληρωμένης πατριωτικής αρθρογραφίας; Αναζητήσαμε στη βιβλιοθήκη της Βουλής τα σώματα των εν λόγω εφημερίδων. Εντοπίσαμε μόνο τον «Θρακικό Αγώνα» του 1962 και 1966-67. Προς μεγάλη μας έκπληξη, τα δημοσιεύματα φαντάζουν εξαιρετικά γνώριμα, όσον αφορά το ύφος και την επιχειρηματολογία τους:

* Διαψεύδουν οργισμένα κάθε δημοσίευμα που αναφέρεται σε διακρίσεις εις βάρος μελών της μειονότητας, χαρακτηρίζοντάς το σαν «τουρκική πρόκληση». Από τη διασταύρωση με τα υπόλοιπα πρακτικά του ΣΣΘ, προκύπτει ότι αρκετοί απ' αυτούς τους ισχυρισμούς βασίζονταν σε πραγματικά στοιχεία, ενώ άλλοι ήταν απλά υπερβολικοί, όχι όμως και αναληθείς.

* Επιστρατεύουν ως πάγιο επιχείρημα την (σαφώς χειρότερη) αντιμετώπιση των Ελλήνων της Κων/λης για να απονομιμοποιήσουν κάθε κριτική στη μεταχείριση των μουσουλμάνων της Θράκης. Κάποιες φορές, ωστόσο, αυτή η επίκληση είναι καθαρά προσχηματική. Οταν π.χ. η εφημερίδα αναρωτιέται ρητορικά (5.12.66) αν «εθεσπίσθη εις την Ελλάδα ειδικός νόμος που να θίγη ιδιαιτέρως την Μουσουλμανική μειονότητα οικονομικώς» (όπως έγινε στην Τουρκία με τον ειδικό «φόρο περιουσίας» του 1942), απλώς συσκοτίζει το γεγονός ότι στη Θράκη μια τέτοια πολιτική υφίστατο ήδη (απαγόρευση αγοράς ακινήτων από μειονοτικούς κ.λπ.) -με τη μορφή όμως όχι κανονικού νόμου, αλλά άτυπων «κατασταλτικών μέτρων».

* Ζητούν την επιβολή «αντιποίνων» κατά της μειονότητας στη βάση της «αμοιβαιότητας». Από τα πρακτικά του ΣΣΘ διαπιστώνουμε πως η χρονική στιγμή της δημόσιας διατύπωσης του αιτήματος (5.9.66) δεν είναι καθόλου τυχαία: συμπίπτει με την υιοθέτηση -από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου- μιας πολιτικής συστηματικών «διοικητικών ενοχλήσεων» που απέβλεπαν στην εκδίωξη των μειονοτικών από την Ελλάδα. Η πολιτική αυτή θα παραμείνει σε ισχύ ώς το 1990-91. Αποτελεί κοινό μυστικό, χωρίς την παραμικρή σχετική αναφορά στον (τοπικό ή αθηναϊκό) τύπο.

* Ασκούν τέλος πίεση στα έντυπα και την πολιτική ηγεσία της μειονότητας, να καταθέσει δημόσια διαπιστευτήρια της νομιμοφροσύνης της, καυτηριάζοντας ακόμη και τη στοιχειωδέστερη έκφραση διαμαρτυρίας.

Τυπικό δείγμα η αντίδραση του «Θρακικού Αγώνος» (18.1.67), όταν η «Ακίν» τόλμησε να δημοσιεύσει τη φράση «τα βάσανά μας είναι πολλά» (17.12.66): «Ερωτάται ο αρθρογράφος της "Ακίν": 1) Πόσα και ποία είναι τα "πολλά βάσανα" της μειονότητος; 2) Εις ποίους σκοπούς αποβλέπει με όλα αυτά που γράφει και την εν γένει αρθρογραφία του; Και 3) Η τοιαύτη αρθρογραφία -πότε εις τοιούτον προκλητικόν ύφος και πότε εις ύφος μουσουλμάνου ιερωμένου- είναι ή όχι "φανατισμός" και εις τι αποσκοπεί;».

Και παρακάτω: «Να μας πουν ποίαν θέσιν έλαβον ή ποίαν θέσιν λαμβάνουν, δηλονότι καταδικάζουν ή όχι τους βανδαλισμούς και τας εγκληματικάς ενεργείας των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων. Να μας πουν καθαρά και απερίφραστα».

Αν όλα αυτά σας θυμίζουν την πρόσφατη απαίτηση κάποιων ΜΜΕ από την κυρία Καραχασάν «να καταδικάσει τη γενοκτονία των Ποντίων», δεν πρόκειται ασφαλώς για σύμπτωση. Απλώς, η επιδοτούμενη εθνική κατήχηση των προηγούμενων δεκαετιών παρήγαγε συγκεκριμένα στερεότυπα, που απ' ό,τι φαίνεται εξακολουθούν να καθορίζουν τη στάση των δημοσιογράφων απέναντι στα μειονοτικά.

Περιοδικό της ΚΥΠ

Τα σχέδια ντοπαρίσματος της ελληνικής κοινής γνώμης με εθνικιστικά κηρύγματα δεν περιορίστηκαν ωστόσο στην επιδότηση εφημερίδων και διευθυντών. Στη συνεδρίαση της 13.8.68 η ΚΥΠ εισηγείται «έκδοσιν μηνιαίου εθνοδιαφωτιστικού περιοδικού της Θράκης» με περιεχόμενο «εθνολογογικά, ιστορικά, λαογραφικά, διαφωτιστικά, προπαγανδιστικά, καλλιτεχνικά κ.λπ.» θέματα.

Η προέλευση του εγχειρήματος προτείνεται να συγκαλυφθεί «με άδειαν λειτουργίας επί φυσικού προσώπου ως Διευθυντού», ενώ η δουλειά θα διεκπεραιώνεται «υπό επιτελείου συνεργατών, ειδικώς συνιστωμένου, με παροχήν υποδείξεων και κατευθύνσεων υπό των Αρχών».

Ως «πρότυπο» της έκδοσης θεωρείται το κωσταντινουπολίτικο «Bati Trakya». Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που οι εγχώριες υπηρεσίες αντλούν τις εμπνεύσεις τους από εκδοτικά εγχειρήματα του εθνικισμού των γειτόνων: ως μοντέλο για τη «Μακεδονική Ζωή» της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιήθηκαν, το 1966, η «Makedonija» των Σκοπίων και το «Slavjani» της Σόφιας. Οσο για τους «πιθανούς διευθυντές» και «συνεργάτες» του περιοδικού, η ΚΥΠ πρότεινε -ποιους άλλους;- τους συνεργάτες του ΣΣΘ Μάρκου («Θρακικός Αγών»), Καρκατσέλη («Ελ. Γνώμη») και Χρήστο Χατζημιχάλη (συντάκτη του τουρκόφωνου δελτίου ειδήσεων του ΕΙΡ), μαζί με τον Κομοτηναίο Απόστολο Αντωνιάδη και τον Αλεξανδρουπολίτη Παναγιώτη Κλώθο.

Σύμφωνα με τα πρακτικά του ΣΣΘ, η πρόταση δεν έμελλε να ευδοκιμήσει -τη συγκεκριμένη στιγμή, τουλάχιστον. Ο πρόεδρος υπενθύμισε ότι «η εις την Ελληνικήν γλώσσαν έκδοσις ενός τοιούτου περιοδικού ανάγεται εις την αρμοδιότητα του υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως», ενώ προβλήματα φαίνεται πως είχαν ανακύψει και από διαμαρτυρίες για «άνισον μεταχείρισιν του τύπου εκ της ενισχύσεως του "Θρακικού Αγώνος"».

Ο εκπρόσωπος της ΚΥΠ αντέταξε ότι «η ανωτέρω εφημερίς ημείφθη μέχρι σήμερον διότι ενησχολήθη επιτυχώς με τα θέματα της Μουσουλμανικής Μειονότητος, ενώ ουδεμία ετέρα εφημερίς της Δυτ. Θράκης επέδειξεν οιανδήποτε τοιαύτην δραστηριότητα και επιμονήν διά την αξιοποίησιν υπέρ ημών των διαφόρων θεμάτων της Μειονότητος», είδε όμως -προς στιγμήν τουλάχιστον- τις φιλοδοξίες του να περικόπτονται.

Η μοναδική επιδότηση «εθνολογικών, ιστορικών κ.λπ.» επεξεργασιών από τα μυστικά κονδύλια του ΣΣΘ διοχετεύθηκε έτσι προς το «Θρακικό Κέντρο», οι εκδόσεις του οποίου ενισχύθηκαν στις 31.7.1967 με το κονδύλι των 40.000 δρχ. Αλλά κι ένα άλλο πρότζεκτ του Συμβουλίου, για εμπλουτισμό και έκδοση της εργασίας του Πέτρου Θεοχαρίδη για τους Πομάκους, θα περιμένει μέχρι το 1995 για να υλοποιηθεί -από άλλα, εννοείται, χέρια. Με αυτά θ' ασχοληθούμε, όμως, κάποιαν άλλη φορά.

Ο εθνάρχης και η αυτολογοκρισία


Ενα από τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '90 θέλει την ελληνική διπλωματία και τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της χώρας να έχουν «πιαστεί στον ύπνο» όσον αφορά τις δραστηριότητες των «Σκοπίων» στα χρόνια της ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας.

Φυσικά, πρόκειται για μύθο. Αυτό που υπήρξε, αντίθετα, ήταν μια «συμφωνία κυρίων» μεταξύ Αθήνας και Βελιγραδίου για αποφυγή δημόσιων αντιπαραθέσεων στο Μακεδονικό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούσαν αυτή την αμοιβαία αυτοσυγκράτηση εξυπηρετική για τα εθνικά συμφέροντα, καθώς επέτρεπε τη δρομολόγηση αφομοιωτικών σχεδιασμών στη βόρεια Ελλάδα χωρίς διεθνείς επιπλοκές.

Για τη δημοσιογραφική «εθνική ορθότητα» της εποχής, το Μακεδονικό ήταν ως εκ τούτου ένα «ανύπαρκτο θέμα», κάθε αναφορά στο οποίο ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί. Για τους μηχανισμούς επιβολής αυτής της αυτολογοκρισίας, ένα ενδιαφέρον δείγμα παρέχουν τα δημοσιευμένα αρχεία του Κων/νου Καραμανλή του πρεσβύτερου.

Στις 5-7 Νοεμβρίου 1980, ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας πραγματοποίησε το πρώτο επίσημο ταξίδι του στη Γιουγκοσλαβία μετά τον θάνατο του Τίτο. Κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερων συναντήσεών του με τον γιουγκοσλάβο ομόλογό του Μιγιάτοβιτς, αυτός έθεσε διακριτικά (κι ο Καραμανλής αρνήθηκε να συζητήσει) το ζήτημα των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας. Ως εδώ, τίποτα το περίεργο. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η επίσκεψή του, ο Καραμανλής θα θελήσει ωστόσο να δώσει κατ' ιδίαν στον συνομιλητή του ένα μάθημα βαλκανικής διπλωματίας και χειρισμού των ΜΜΕ. Αντιγράφουμε από τα επίσημα πρακτικά:

«Κατά την χθεσινή συνέντευξη τύπου του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας για τους Ελληνες δημοσιογράφους», λέει ο Καραμανλής στον γιουγκοσλάβο πρόεδρο, «ένας δικός μας ανόητος δημοσιογράφος έθεσε την ερώτηση για το Μακεδονικό. Ο αντιπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του απήντησε ότι αυτό είναι ένα μεγάλο εθνικό θέμα, πάνω στο οποίο υπάρχουν διαφορές και με την χώρα σας, αλλά κυρίως με την Βουλγαρία, η οποία έχει εδαφικές βλέψεις και η οποία θα ήθελε να γυρίσει στην Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Αντιλαμβάνεσθε τι σημαίνουν τέτοιες δηλώσεις. Εγώ αμέσως κάλεσα τους δικούς μας δημοσιογράφους και τους εξόρκισα να μη γράψουν τίποτα γι' αυτό στον ελληνικό τύπο. Διότι, αντιλαμβάνεστε πόσο θα βλάψει αυτό το πράγμα τις σχέσεις μας. Από την άλλη πλευρά όμως επίκειται επίσκεψη του υπουργού σας επί των Εξωτερικών στην Βουλγαρία και εσείς κάνετε τέτοιες δηλώσεις. Ακόμα μια φορά επαναλαμβάνω: οι διαφορές επιλύονται ή με πόλεμο ή με αναζήτηση λύσεων, εάν υπάρχει προσέγγιση απόψεων, ή τις παγώνουμε βάζοντάς τις στο ψυγείο. Ασφαλώς, εγώ δεν σας δίνω συμβουλές. [...] Τονίζω μόνο τι θα έκανα εγώ αν ήμουν στη θέση σας» (Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και πρόσωπα, Αθήνα 1997, τ. 12ος, σ. 61).

Αναζητήσαμε στις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής τις επιπτώσεις των προεδρικών «εξορκισμών» στις ανταποκρίσεις των ελλήνων δημοσιογράφων που συνόδευαν τον Καραμανλή. Τόσο στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες όσο και στις αντιπολιτευόμενες δεν γράφτηκε ούτε λέξη για το επίμαχο ζήτημα, μολονότι μεταξύ των απεσταλμένων συμπεριλαβββμβάνονταν και συνάδελφοι γνωστοί για την ανεξαρτησία της γνώμης τους.

Υπήρξε, αντίθετα, μια περίπτωση υπερβάλλοντος ζήλου: σύμφωνα με την ανταπόκριση που έστειλε ο συντάκτης του (έγκυρου και αντιπολιτευόμενου) «Βήματος» Γιάννης Καρτάλης, «έγινε γνωστό από αρμόδια πηγή ότι σε καμιά φάση των συνομιλιών η γιουγκοσλαβική πλευρά δεν έθιξε το "Μακεδονικό"» (7/11/1980).

Αγνωστη παραμένει τέλος η ταυτότητα του δημοσιογράφου που ο Πρόεδρος χαρακτήρισε επισήμως «ανόητο», επειδή θέλησε να κάνει τη δουλειά του. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι, ακόμη και στη δική του περίπτωση, η λογοκριτική παρέμβαση του εθνάρχη έπιασε τόπο.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Αννα Παναγιωταρέα (επιμ.)
«Εξωτερική πολιτική & Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης»(Θεσ/νίκη 2000, εκδ. «Παρατηρητής»).
Πρακτικά συμποσίου που οργανώθηκε το 1997 από το Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ και το ΕΛΙΑΜΕΠ, με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παραδοχές για τη λογική και τα όρια της «εθνικά ορθής» δημοσιογραφίας.

Athena Skoulariki
«Au nom de la nation. Le discours public en Grece sur la question macedonienne et le role des medias, 1991-1995»
 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Universite Pantheon-Assas, Παρίσι 2002).
Εξαιρετική ανάλυση του δημόσιου λόγου για το «Σκοπιανό», με έμφαση στον ρόλο των ΜΜΕ και συνοπτική αναφορά στο σκάνδαλο των «μυστικών κονδυλίων».

Dimitri Kitsikis
«Propagande et pressions en politique internationale. La Grece et ses revendications a la Conference de la Paix»
(Presses Universitaires de France, Παρίσι 1963).
Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux, Michel Paillares, Gaston Deschamps) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας.

Ηλίας Νικολακόπουλος
«Η πορεία προς την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη»
 (στο συλλογικό «Μειονότητες στην Ελλάδα. Επιστημονικό Συμπόσιο 7-9/11/2002», εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2004, σ. 119-62).
Εξαιρετική ανάλυση για τις πολιτικές δυνάμεις στον χώρο της μειονότητας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια (1946-1981).



Ελευθεροτυπία, 3/6/2007

No comments:

Post a Comment

wibiya widget