Friday, May 2, 2014

Ο κύκλος των χαμένων εραστών. Της ΣΤΕΥΗΣ ΤΣΟΥΤΣΗ*

Καλημέρα θλίψη.
Φίλη μισητή και παράλληλα αγαπημένη, καρδιακή.
Μέσα μου δεμένη με συρμάτινη κλωστή.
Δε ζήτησα ποτέ πολλά νομίζω.
Μια αγάπη σαν των βιβλίων. Δυνατή και με χαρούμενο τέλος. Με ένα παιδί.
Μα όταν ήρθε η ώρα το αρνήθηκα, το φοβήθηκα. Αμφισβήτησα τις δυνάμεις μου, την αγάπη.
Έκαψα μόνη τα βιβλία.
Σημάδεψα το αύριο με χρώμα σταχτί, γκρι. Μακάρι νά'ταν μαύρο. Το γκρι είναι άψυχο.
Γκρίζα ζώνη, αδιάφορη, ατελέσφορη.
Κι η αίσθηση του φαύλου κύκλου. Κάθε τέλος και μια αρχή. Κάθε νέα αρχή κι ένα τέλος.
Με ένα κομμάτι λιγότερο.
Έχασα το λογαριασμό .Έπαψα να μετρώ. Δε ξέρω πόσα μένουν.
Άραγε σε πόσα κομμάτια μπορεί κανείς να τεμαχίσει την ψυχή;
Μίσησα τα βιβλία. Μίσησα τα παραμύθια που πάντα τελειώνουν ωραία. Που σε γεμίζουν όνειρα, ποτισμένα με ελπίδες.
Από ποια πηγή γεμίζουμε άραγε δάκρυα; Που τα φυλάμε και ξεχύνονται;
Στέρεψα. Από δάκρυα, από ζωή.
Κενό.
Άδειο, άψυχο, άνευρο κουβάρι. Κουφάρι.
Θα μισήσω τη μουσική στο τέλος. Κάθε τραγούδι έχει πάντα ένα στίχο που ταιριάζει.
Παντού μπορώ να βρω κάτι να θυμίζει.
Τόσο καλή στις λέξεις, μα τόσο φτωχή στο να περιγράψω το τώρα.
Δεν υπάρχουν λέξεις για το κενό. Μόνο κενό.
Κουράστηκα. Δε χρειάζεται να σταματήσει κανείς για να κατέβω. Θα πηδήξω.
Πάντα στα όνειρα πηδώ, πανάλαφρη, ελεύθερη. Και το πρωί ξυπνώ διψασμένη.
Μια αιώνια λιακάδα θέλω, ενός πεντακάθαρου μυαλού.
Δίχως μνήμες. Δίχως ηθελημένες, μονόδρομες λησμονιές.
Χθες ονειρεύτηκα με μάτια ανοιχτά, ένα μικρό μπαλκόνι.
Με βία χωρούσε μια μικρή σιδερένια καρέκλα κι ένα τραπέζι.
Μία. Μάλλον το παίρνω απόφαση το μοναχικό του πράγματος. 
Μία. Μόνη.
Κι ένα παράθυρο μεγάλο, από κείνα τα μακρόστενα, τα ξύλινα, τα μπλέ.
Και μια θάλασσα δρόμος. Να την περιμένω να χειμωνιάζει, να γκριζάρει σαν εμένα. Να την κολυμπώ.
Εγώ που δεν έμπαινα παρά μόνο τον Αύγουστο. Να μου δροσίζει τη φωτιά. Την άσβεστη. Την Κόλαση μου.
Κι ένα ποδήλατο στην αυλή, με κόκκινο καλάθι μπροστά. Δεν ήμουν ποτέ καλή στην ισορροπία. Ποτέ καλή στη ζωή.
Ίσως τώρα να γίνω. Σε ένα μικρό νησί, μια παλιά πόλη. Με δρόμους στενούς, απόμερους.
Να φύγω. Θα φύγω.
Δε θέλω γάτες. Ούτε σκύλους. Μονάχα λουλούδια. Έναν κήπο μικρό.
Έναν τριανταφυλλώνα σαν αυτό που μύριζα από την κούνια παιδί.
Εγώ που ξεχνώ να ποτίσω ακόμη κι εμένα.
Η μάνα κατάλαβε. Με βρήκε καθισμένη σε μια πολυθρόνα. «Ξανά;» ρώτησε.
«Αυτή τη φορά δεν άρχισε καν. Έφυγε. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να μείνει. Η έσω πόρτα είχε κλείσει.»
Φουρτούνα. Στην ψυχή, στα μάτια, στους παλμούς. Δε στερεύουμε ποτέ.
Το πρωί με βρήκε στο ίδιο σημείο. Με μάτια μπλαβιά, χαμένα, τρέμοντας.
Δύσκολη νύχτα. Αγρύπνια και πένθος.
«Θα το πω στον πατέρα σου» απείλησε σα να ήμουν το πιτσιρίκι που πετούσε τη μπάλα στα τριαντάφυλλα του κήπου.
«Θα συνέλθω» υποσχέθηκα ψέματα. όπως τότε που έλεγα πώς δε θα ξαναπέσω στην παγίδα του έρωτά του.
Θα συνέλθω; Η μπόρα θα περάσει. Μα τίποτε δεν θα είναι ίδιο. Ποτέ δε θα είμαι ίδια.
Τα κομμάτια θα λείπουν πάντα. Γιατί δεν ήμουν ποτέ καλή στο να κρατώ τα πράγματα ενωμένα. Ποτέ καλή στο να κρατώ ότι αγαπώ.
Ποτέ καλή στο να διεκδικώ. Μονάχα να περιμένω να μου δώσουν, σαν το φτωχό συγγενή.
Ήμουν μόνο καλή στο να αγαπώ. Λιτά κι απόλυτα. Υπερβολικά και αληθινά.
Κι έφτασα τη ζωή μου ως εδώ. Καλή στο λόγο μα φτωχή στους επιλόγους.
Καλή στο να βάζω άνω τελείες. Ανήμπορη στα οριστικά. Στα απόλυτα.
Βλέπεις στον Ένα και Μοναδικό δε βάζεις ποτέ τελεία.
Ακόμη κι αν κλειδώνεις την πόρτα.
Ακόμη κι αν αφήνεις το κλειδί από πίσω για σιγουριά, πάντα θα «ξεχνάς» να μανταλώσεις το παράθυρο.
Κι αν σε ζορίσουν αυτοί που δε θέλουν να υποφέρεις, να κλειδώσεις και το παράθυρο, πάντα θα ελπίζεις στις χαραμάδες.
Εκείνες τις χαραμάδες που φέρνουν μια στενή δέσμη φωτός, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό και σφραγισμένο από χρόνια.
Ένα δωμάτιο πιστό ομοίωμα της καρδιάς μου.
Ένα πηχτό σκοτάδι που η κλεμμένη ηλιαχτίδα, για όσο κρατήσει το φωτίζει μα συνάμα του δείχνει τη σκόνη του, τη μοναξιά και την απόγνωσή του.
Σήμερα δεν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τον απέφυγα λες κι ήταν ο χειρότερος εχθρός μου.
Κι είναι.
Μου αποδεικνύει ανήλεα πως ό,τι νιώθω μέσα, είναι τόσο έντονο που πλέον βγαίνει κι έξω, δεν κρύβεται.
Παίξαμε κυνηγητό και με νίκησε.
Κι όταν παραδέχτηκα την ήττα μου κι ετοιμάστηκα να τον αντικρύσω κατάματα, συνειδητοποίησα πως είχα νικήσει εγώ.
Δεν έχει φως από καμιά χαραμάδα ώστε να αντιμετωπίσω το είδωλό μου.
  • *Στεύη Τσούτση

Ξεκίνησε Σταυρούλα και στο δρόμο προέκυψε Στεύη.
Συνηθίζει να τραγουδά στη μέση του δρόμου και να χορεύει στα βήματα των χορών που αγαπά.
Κοινώς διαταραγμένη προσωπικότητα ή απλά μόνιμα ερωτευμένη.
Πάντα στο μετρό θα τη δεις με ένα βιβλίο στο χέρι.
Αγαπά το θέατρο, τις ρομαντικές ταινίες και παραμένει από τα δεκάξι της βαθιά Ελυτική.
Ταξιδιάρα ψυχή, είτε με νου, είτε με τρένα, αεροπλάνα και βαπόρια, γεμίζει εικόνες που προσπαθεί να τις μεταφέρει στο χαρτί, με (αυτο)σαρκασμό, χιούμορ -που ενίοτε “μαυρίζει”- μα συνάμα με ρομαντισμό και τρυφερότητα.
Το τελευταίο της απόκτημα ένα μαξιλάρι και ο τίτλος της pillowfighter.
To μότο της είναι: “ Άδραξε τη μέρα πριν το αύριο γίνει πάλι χθες...” Συμβουλή που ποτέ δεν ακολουθεί καθώς φημίζεται για την αναβλητικότητά της. Στη στήλη της πάντως θα είναι συνεπής:
Ακριβώς κάθε Πέμπτη o «Λοχαγός Έρωτας» θα χτυπάει προσοχή...
www.pillowfights.g














No comments:

Post a Comment

wibiya widget