Saturday, December 19, 2015

Αφιέρωμα σ' έναν ξεχασμένο δημοσιογράφο που η μοίρα τον χτύπησε βαριά..

Πρόσφατα επισκέφθηκα σ' ένα γηροκομείο της γειτονιάς μου, έναν άνθρωπο που η μοίρα τον χτύπησε βαριά. Και όταν η μοίρα χτυπάει δεν δείχνει έλεος. Πριν όμως σας αποκαλύψω το όνομά του θα πρέπει να ξεκινήσω από πολύ πίσω, από τα χρόνια της γέννησής του. Η πατρίδα μας βρισκόταν κάτω από κατοχή. Οι μέρες ήταν δύσκολες για όλο το λαό μας. Στα δύσκολα αυτά χρόνια της κατοχής, γεννήθηκε και ο ήρωας της ιστορίας μας. Μητέρα του ήταν μια νεαρή ΕΠΟΝίτισσα, η Κούλα Ντάνου. Τα παρακάτω είναι το ιστορικό της και το ιστορικό του γιου της. 
Η Κούλα γεννήθηκε στη Δρακοσπηλιά. Ένα μικρό χωριό πάνω από τις Θερμοπύλες. Γι' αυτό λες και ήταν φύτρα από δρακογενιά... Έμενε στη Λιαπάτα (Αη Χαράλαμπο), όπου ξαναπαντρεύτηκε η μάνα της. Συμπαθητική και όμορφη κοπέλα η Κούλα. Είχε αγαπήσει κάποιον στη Λιαπάτα. Αρρεβωνιάστηκαν. Έμεινε έγκυος. Τον Οκτώβρη του '40 ετοίμαζαν το γάμο. Κηρύχτηκε ο πόλεμος. Φεύγει για το αλβανικό μέτωπο ο γαμπρός. Αλληλογραφούν. Του στέλνει δέματα. Τον ενθαρρύνει. Την τρώει όμως η αγωνία. Τον περιμένει με λαχτάρα να γυρίσει. Ο ερχομός του είναι το παν. Έρχεται το παιδί. Κι είναι ανύπαντρη... Μετά τον πόλεμο γύρισε ο αρραβωνιαστικός της. Δεν την πλησίασε καθόλου. Τι του είχανε γράψει, τι μπήκε στη μέση, είναι άγνωστο. Γέννησε η Κούλα. Δεν αναγνώρισε αυτός το παιδί. 
Δεν φανερώθηκε καθόλου. Στο Μαιευτήριο Τσαγκάρη (στη Λαμία) όπου γέννησε, είπε η μητέρα της: «Αν βρεθεί κανένας να δώσουμε το παιδί...» Ο Τσαγκάρης στις 18 μέρες έστειλε την Κατίνα Γεωργίου. Παρουσιάστηκε ως χήρα, μαυροφόρα. Πήρε το παιδί. Το υιοθέτησε. Έμεινε στη Λαμία. Κάποια μέρα χάθηκαν τα ίχνη της... Για το παιδί μαθεύτηκε μετά από πολλά χρόνια, όταν το ζήτησε η Στρατολογία. Μετά τη γέννα, η Κούλα δεν είχε πού να σταθεί. Ήταν διωγμένη απ' όλους. Θα φύγω, θα πάω στο αντάρτικο, έλεγε συνέχεια. 
Δεν κρατιόταν με τίποτα. Μια μέρα, έτσι απλά, είπε «φεύγω». Φίλησε τους δικούς της, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε για το βουνό, χωρίς να πάρει τίποτα, με τα ρούχα που φορούσε. Αντρογυναίκα. Παλικαρού. Πρώτο μπόι (1.80) τη φώναζαν ψηλή. Στα 20 χρόνια της καβάλα στο άλογο, σωστή αμαζόνα... Υπηρέτησε μαζί με τη Θύελλα και άλλες δύο ακόμα, πρώτα στο Τάγμα θανάτου του 36ου Συντάγματος και ύστερα στο Γενικό Στρατηγείο... Η Οργάνωση και το Αρχηγείο Λοκρίδας έκριναν σωστό να τη στείλουν στο Γενικό. Εκεί προωθήθηκαν και άλλες. Αυτή ήταν από τις πρώτες. Και η πρώτη από τη Λοκρίδα. 
Οι μοναρχοφασίστες που τη σκότωσαν την έλεγαν «Καπετάνισσα». Και ήταν. Δεν συμπάθησε τα ηρωικά ονόματα, ούτε έβαλε ψευδώνυμο. Δεν τα είχε ανάγκη. Ποιος ο λόγος να κρυφτεί ή να καλυφθεί; Εξαιτίας μιας ατυχίας, που εξελίχθηκε σε δράμα (αν όχι σε τραγωδία) είχε ανεπανόρθωτα εκτεθεί... Άλλη, με το κακό που τη βρήκε θα είχε πεθάνει. Έτσι την κακογλώσσιζαν κάποιοι και κάποιες, που έριχναν απάνω της την ευθύνη για... την ντροπή. Κι αν δεν ήταν το ΕΑΜ, ν' αλλάξει στη σχέση ανδρών-γυναικών κάποια παλιά «ταμπού» κανονικά δε θα είχε στον κόσμο μοίρα. 
Όταν ήρθαν οι αντάρτες στη Λοκρίδα, την Κούλα την πάντρεψαν με τον πατέρα του παιδιού της. Ο μνηστήρας υπέκυψε στην πίεση των ανταρτών και την παντρεύτηκε. Ο γάμος έγινε στη Λιαπάτα. Αλλά παντρειά με το ζόρι δεν γίνεται. Σε λίγο ο γαμπρός έφυγε... Ύστερα έφυγε και η νύφη για το βουνό. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα άλλα είναι παραμύθια: ότι την ατίμασε ένας χωρικός και κάτι τέτοιες λασπολογίες... Μετά την Κατοχή η Κούλα πήγε στην Αθήνα. Εκεί έπιασε ένα δωμάτιο και ζούσε φτωχικά. Δούλευε, πήγαινε και σε νυχτερινή σχολή. Άρχισαν, όμως, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία, οι διωγμοί... Βγήκε ξανά στο βουνό... Ήταν διμοιρίτισσα και υπεύθυνη γυναικών στο Τάγμα του Καρκάνη. 
Στο Μαυρολιθάρι την τραυμάτισαν σε μια μάχη. Κλείστηκε σε μια σπηλιά. Προδόθηκε και πιάστηκε. Μεταφέρθηκε στη Λαμία και στην Αθήνα για ανάκριση. Στη συνέχεια ήρθε στις φυλακές Λαμίας υπόδικη. Το Δεκέμβρη του '48 πέρασε Στρατοδικείο. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Και εκτελέστηκε στις 17 Φλεβάρη του '49... Η δίκη ήταν μια παρωδία. Δεν υπήρχαν μάρτυρες υπεράσπισης, επισημαίνει η αδελφή της. Οι εφημερίδες γράφανε κρατείται η καπετάνισσα Ντάνου.
Είχαν μόνο τρεις μάρτυρες κατηγορίας. Ήταν -είπαν- πραγματική κομμουνίστρια, γι' αυτό βγήκε στο κλαρί. Ζήτησε η αδελφή της να τη φιλήσει για τελευταία φορά. Δεν το επέτρεψε ο «Κινίνος». Κινίνο βάφτισε ο λαός τον πρόεδρο του Στρατοδικείου Λαμίας ονόματι Γιαννόπουλο από την Τρίπολη. Έναν κιτρινιάρη, που κάθε πρωί έστελνε δεκάδες αγωνιστές στην Ξηριώτισσα, με εισιτήριο για τον άλλο κόσμο... 
Η Κούλα έφυγε τελευταία. Χωρίς κανένα άλλο παράπονο απ' τη ζωή. Μόνο με το μαράζι που δεν έμαθε τίποτα για το γιο της. Η απόφαση του ΟΗΕ, ύστερα από παρέμβαση της αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ με επικεφαλής τον Βισίνσκι, δεν την πρόλαβε... Βιάστηκαν οι στρατοκράτες να τη στείλουν στο απόσπασμα. Τους πρόσβαλλε κι η άρνησή της να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας». Απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τη δελεαστική πρόταση του ίδιου του στρατηγού. Γι' αυτό και την εκδικήθηκαν τόσο σκληρά. Βάδισε στο θάνατο, τραγουδώντας το αγαπημένο της τραγούδι: «Σήκωσ' απάνω Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι. / Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις. / Θα σου βραχούνε Γιάννο μ' τ' άρματα...».
Της είπαν να της δέσουνε τα μάτια. Αρνήθηκε. Την εκτέλεσαν μαζί με άλλους εφτά. Έξω απ' το Νεκροταφείο. Τους έχωσαν σε ομαδικό τάφο. Της Κούλας, όταν τους ξέχωσαν, βρέθηκαν μόνο οι κοτσίδες. Είχε μακριές όμορφες κοτσίδες... 
Ο γιος της δεν είχε χαθεί... Ζούσε και μια μέρα ξαναγύρισε. Ο Πάνος Γεωργίου, όπως λέγεται τώρα (ή Παναγιώτης Ντάνος, όπως τον γράφουν τα ελληνικά «κιτάπια» και τον έψαχνε το κράτος να τον πάρει φαντάρο), έχει τη δική του δραματική ιστορία. Η πορεία της ζωής του και της θετής του μητέρας ήταν δύσκολη και ανηφορική. Ο Πάνος Γεωργίου και η θετή του μητέρα (όπως αναφέρουμε πάρα πάνω), μετά τη γέννηση και υιοθέτησή του, εξαφανίστηκαν από τη Λαμία και μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε.
Σύμφωνα με τη βιογραφία του, που ο ίδιος μας διηγείται, το 1959 αποφοίτησε από το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης και κατατάχτηκε εθελοντής στην Αεροπορία απ' όπου απολύθηκε το 1962, ενώ το Γενάρη του 1965 έφυγε για την Αυστραλία με το Πατρίς. Το σατυρικό του δαιμόνιο τον ώθησε να γράψει την πρώτη του σάτιρα πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε στην Αυστραλία με τίτλο «Χαίρε…Πατρίς». Εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη και εργάστηκε από το 1973 ως δημοσιογράφος στα ΜΜΕ της Μελβούρνης. 
Έχει διατελέσει υπεύθυνος σύνταξης και διευθυντής του Γραφείου Μελβούρνης των εφημερίδων «Πανελλήνιος Κήρυκας», «Νέα Πατρίδα» και του περιοδικού «Ελληνίς» (1976-1982), συνεργάτης της εφημερίδας «Νέος Κόσμος» και του περιοδικού «Το Νέο», υπεύθυνος σύνταξης της «Αθλητικής Ηχούς» και αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας «Έθνος» και των ελληνικών ραδιοφωνικών σταθμών ΕΥΡΜ, 3ΑΒ και 3ΕΑ (ελληνικά προγράμματα). Εργάστηκε, επίσης, μια περίοδο και στην εφημερίδα «Τα Νέα» της Μελβούρνης. Απ' ό,τι διαπιστώνουμε, λοιπόν, έχει ασχοληθεί με κάθε είδους δημοσιογραφία.
Η Κούλα Ντάνου πρώτη στο βουνό
Το 1964 μαθαίνει ότι ήταν υιοθετημένος. Και το 1984 πηγαίνει στην Ελλάδα ως δημοσιογράφος και αναζητεί τη μητέρα του. Ήθελε να μάθει γι' αυτή γιατί ανακάλυψε ότι η γυναίκα που τον μεγάλωσε και του έδωσε το όνομά της δεν ήταν η πραγματική του μητέρα. Όταν πήγε στην Αθήνα, βρήκε το Γιώργο Μωραΐτη, ο οποίος είχε αναφέρει το ιστορικό της πραγματικής του μάνας στο Β' Τόμο του βιβλίου του «Αναμνήσεις ενός αντάρτη», από τις εκδόσεις «Καστανιώτης», (το οποίο, ως φαίνεται, είχε διαβάσει ο Πάνος).
Ο Γιώργος Μωραΐτης που είχε υπηρετήσει στο αντάρτικο μαζί με τη μητέρα του, τον αναγνώρισε. Συναντήθηκαν στα γραφεία του «Ριζοσπάστη» και του μίλησε για την Κούλα, την αντάρτισσα. Ο Πάνος Γεωργίου βρήκε επιτέλους τις ρίζες του. Ο Πάνος έχει γράψει κι ένα κωμικό βιβλίο με τίτλο «Μια Ζωή Έλληνες». Όταν το βιβλίο εκδόθηκε μ' επισκέφτηκε στο σπίτι μου να μου το φέρει. Αφού συζητήσαμε λίγο για τη ζωή της ΕΠΟΝίτισσας μάνας του, τον ρώτησα τότε αν αισθάνεται περήφανος για την φυσιολογική του μάνα και τη ζωή της. Συγκινημένος μου απάντησε, «ΝΑΙ» είμαι πολύ περήφανος. Τώρα ζει στη Μελβούρνη μαζί με την Τζάνις, τη σύζυγό του, μια εξαιρετική κυρία αγγλικής καταγωγής, με την οποία έχει αποκτήσει δυο παιδιά την Αικατερίνη και το Θωμά. 
Τον Πάνο τον χτύπησε μια οξείας μορφής αρρώστια «Parkinson's», η οποία τον έχει παραλύσει κυριολεκτικά και βρίσκεται τώρα στο γηροκομείο γιατί χρειάζεται εντατική φροντίδα. Στη δημοσιογραφική του ζωή είχε αποκτήσει αρκετές γνωριμίες και οπωσδήποτε κάποιες φιλίες. Τώρα όμως όλοι αυτοί τον ξέχασαν. «Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται» λέει ο λαός μας. Τους ξέχασε όμως και ο Πάνος γιατί τώρα δε θέλει να δει κανέναν. Παρόλο που το σώμα του έχει αδυνατίσει κατά πολύ το πνεύμα του όμως μένει όπως πάντα υγιέστατο γιατί ο Πάνος υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας θαυμάσιος και ενεργητικός άνθρωπος. Πως είναι δυνατόν να βγάλουμε από τη μνήμη μας έναν τόσο εξαιρετικό άνθρωπο; Ο μεγάλος Αριστοτέλης μας είχε πει: Φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη. (Η φιλία [ή η αγάπη] είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα). Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Έχει μεγάλη σημασία.
ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

1 comment:

  1. Δυστυχώς η κακή μοίρα του τον ακολούθησε σε ολη την ζωή αυτόν τον γεναίο αγωνιστή

    ReplyDelete

wibiya widget