Thursday, April 17, 2014

Η Λαμπρή που θυμάμαι..Της Νίκης Παλαιολογούδια -Αυστραλία

















ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η Λαμπρή που θυμάμαι
 Της
Νίκης Παλαιολογούδια     
ΑΔΕΛΑ'Ι'ΔΑ

Το σπίτι μας μοσχομύριζε 

από τη μυρωδιά που σκορ-
πούσαν τα ροδοκόκκινα κου-
λουράκια που μόλις έφερε από 
το φούρνο της γειτονιάς η μάνα 
μου. 
Μαζί με το πασχαλινό τσου-
ρέκι και τη δική μου κουλούρα, 
με το κόκκινο αυγό στη μέση.
Φαινόταν το σπίτι μας τόσο 
χαρούμενο. Τα κόκκινα αυγά 
πάνω στο τραπέζι με το ολό-
ασπρο λουλακιασμένο τραπε-
ζομάντηλο που έστρωσε η μάνα 
μου πριν λίγες ημέρες και τα 
μυρωδάτα κουλουράκια που 
μόλις τώρα τοποθέτησε.
Για δες, λέει και μου δείχνει 
την κουλούρα μου με το κόκ-
κινο αυγό στο μέσον, τι όμορ-
φη και ροδοκόκκινη που έγινε. 
Θυμάμαι πόσο ήθελα να την 
αρπάξω και να την κατα-
βροχθίσω ολόκληρη. Αλλά 
παρ' όλη τη λαχτάρα μου να 
φάω έστω κι ένα κουλουράκι, 
απαγορευόταν γιατί έπρεπε 
να κοινωνήσω, ενώ έκαναν το 
στομάχι μου να γουργουριζει 
περισσότερο, αφού τόσες μέρες 
νηστείας με είχε εξαντλήσει.
Ολη η προίκα της μάνας 
βγήκε απ' το σεντούκι. Στα 
παράθυρα κρεμάστηκαν τα 
ασπροκεντημένα κουρτινάκια. 
Στο κρεβάτι τ' άσπρο σκέπασμα 
με τη μεγάλη χειροποίητη 
δαντέλα. Η πολύχρωμη κεντη-
μένη πάντα στον τοίχο, στο 
πάτωμα απλώθηκαν οι πολύ-
χρωμες κουρελούδες και τα 
μάλλινα χράμια.
Ηταν το σπίτι μας στολισμέ-
νο απ' άκρη σ' άκρη, που σ' 
έκανε να αισθάνεσαι τη σπου-
δαιότητα των ημερών.
Το ολοκόκκινο καινούριο 
φουστανάκι μου ήταν κρεμα-
σμένο έξω απ' τη ντουλάπα, 
έτσι για να το βλέπω συνέχεια 
και να το καμαρώνω, να μη 
βλέπω την ώρα να το φορέσω 
για να πάμε στο βράδυ στην 
εκκλησία, ν' ακούσουμε το "Χρι-
στός Ανέστη".
Στο πάτωμα κάτω ακριβώς 
από το φουστάνι, άστραπταν τα 
μαύρα λούστρινα παπουτσάκια 
μου με τις άσπρες καλτσούλες. 
Πόσες φορές να τά 'πιασα και 
να τα χάιδεψα; Να τα σκουπίσω 
με το μανίκι της φανέλας που 
φορούσα, για να φύγουν οι 
δαχτυλιές και να τα κάνω πάλι 
να λάμπουν!
Παραμονή της Λαμπρής, η 
μάνα μου μ' έστειλε πολύ νωρίς 
για ύπνο, έτσι για να ξυπνή-
σω την ώρα που έπρεπε να 
πηγαίναμε όλη η οικογένεια 
στην εκκλησία. 
Μετά από λίγες ώρες ύπνο 
άκουσα τη μάνα μου σαν σ' 
όνειρο να λέει: "Σήκω να ετοι-
μαστούμε για την εκκλησία". Τα 
βλέφαρα μου ήταν βαριά σαν 
μολύβι...
Γύρισα απ' τ' άλλο πλευρό, 
έβαλα το κεφάλι μου κάτω
το πάπλωμα και λαγοκοιμό-
μουν.
"Σήκω να φορέσεις και τ' 
όμορφο κόκκινο φουστανάκι 
που σε κάνει να μοιάζεις σαν 
τις παπαρούνες που γέμισε το 
λιβάδι. Μετά από τη λειτουργία 
θα φας κουλουράκια κι αυγό 
κόκκινο"!
Αυτό το τελευταίο μ' έφερε 
στην πραγματικότητα.
Ενοιωσα ένα τράβηγμα 
στο στομάχι που γουργούριζε 
δυνατά από την πείνα. Εκείνο 
το βράδυ η νηστεία έφτανε 
στο τέλος της. Ηταν η ώρα να 
σηκωθώ.
Η νυχτερινή ακολουθία είχε 
αρχίσει. Ο αναμμένος πολυ-
έλαιος και τα κεριά, ο παπάς με 
τα επίσημα άμφια, το εκκλησία-
σμα, που παρακολουθούσε μ' 
αληθινή ευλάβεια, έκαναν την 
ατμόσφαιρα υποβλητική.
"Χριστός Ανέστη εκ νεκρών" 
έψαλλαν όλοι οι χωριανοί αυθό-
ρμητα, με χριστιανική κατάνυξη. 
Η λειτουργία έφτασε στο τέλος.
Μετά ακολούθησε το τσούγ-
κρισμα των αυγών.
"Χριστός Ανέστη", έλεγαν. 
"Αληθώς Ανέστη", απαντούσαν 
χαρούμενα οι άλλοι και τσούγ-
κριζαν τ' αυγά γελώντας οι νικη-
τές και οι νικημένοι μαζί και 
δώστου και ξανα-τσούγκριζαν!..
Επιτέλους Λαμπρή! Ολο το 
χωριό μοσχομύριζε. Σ' όλες 
τις γειτονιές οι φούρνοι είχαν 
ανάψει. Τ' αρνάκι ή το κατσικάκι 
του γάλακτος με τις πατάτες της 
κάθε νοικοκυράς μοσχομύριζε 
καθώς ροδοκοκκίνιζε σαν ψηνό-
ταν απ' τ' αναμμένα κάρβουνα 
μέσα στο φούρνο.
Μετά το μεσημέρι της 
Λαμπρής ακολουθούσαν οι 
επισκέψεις των συγγενών και 
γειτόνων.
Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε 
να παίξουμε στη γειτονιά, τρώ-
γοντας ακόμα κουλούρια και 
κρατώντας στα χέρια μας όσα 
περισσότερα ήταν δυνατόν, ενώ 
η μάνα μας έλεγε, αφήστε και 
μερικά για τις άλλες μέρες...
Πόσο διαφορετικά γιορτάζε-
ται το Πάσχα σήμερα! Οχι μόνο 
εδώ στην Αυστραλία αλλά και 
στην πατρίδα.
Στις πολιτείες το μοναχικό 
πλήθος τρέχει σαν κουρδισμένο 
τις ημέρες πριν το Πάσχα ν' 
αγοράσει άφθονα καταναλωτικά 
αγαθά, συχνά περιττά. Στις 
τυχαίες συναντήσεις με τον γεί-
τονα λένε τυπικά:
"Χριστός Ανέστη"... "Αληθώς 
Ανέστη", λέει ο άλλος. Κλείνει 
την πόρτα του διαμερίσματος ή 
του σπιτιού του και της καρδιάς 
του και γυρίζει δυο φορές το 
κλειδί.
Είναι τραγικό. Τον πιάνει 
μελαγχολία. Η μοναξιά αυτή την 
ημέρα γίνεται αβάσταχτη.
Στο χωριό ακόμα η Λαμπρή 
είναι πιο ανθρώπινη.
Ομως δε μοιάζει ακριβώς με 
τη Λαμπρή που θυμάμαι απ' τα 
όμορφα παιδικά μου χρόνια...
Το διαβάσαμε στο ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟ ΒΗΜΑ ΑΔΕΛΑΙΔΑΣ

No comments:

Post a Comment

wibiya widget